Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2017

ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΣΤΟΝ ΑΞΕΧΑΣΤΟ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΟΥΜΕΝΤΑΚΗ.....



Πώς η οικονομία της αγοράς ρυθμίζει το τι τρώμε και από τι θα πεθάνουμε


Η διατροφή του σύγχρονου ανθρώπου είναι από κακή έως άθλια και αποτελεί βασική αιτία για τις ολοένα αυξανόμενες χρόνιες εκφυλιστικές αρρώστιες. Όπως είναι γνωστό, στην εποχή μας οι καρδιαγγειακές αρρώστιες, ο καρκίνος, ο διαβήτης, η οστεοπόρωση και πολλές άλλες εκφυλιστικές παθήσεις, έχουν λάβει επιδημικές διαστάσεις στον δυτικό κόσμο. Η άσχημη γενικά διατροφή που σχετίζεται βασικά με την υπερκατανάλωση ζωικών τροφών και ραφιναρισμένων-επεξεργασμένων τροφών, έχει βρεθεί από εκατοντάδες έγκυρες έρευνες ότι αποτελεί την βασική αιτία και τον πρωταρχικό προδιαθεσικό παράγοντα για την ανάπτυξη των χρόνιων εκφυλιστικών παθήσεων του καιρού μας και του τόπου μας — παθήσεις που έχουν πάρει επιδημικές διαστάσεις στις δυτικές κοινωνίες, ενώ την ίδια στιγμή η κατανάλωση των νοσογόνων αυτών τροφών αποφέρει τεράστια κέρδη στις πολυεθνικές, στις επιχειρήσεις τροφίμων στους εισαγωγείς τροφίμων, στα αναρίθμητα φαγάδικα και σε όλες τις ανάλογες επιχειρήσεις του κυκλώματος που εμπορεύεται τροφές.

Η βασική αιτία για τον άσχημο τρόπο διατροφής του ανθρώπου σήμερα, με τις αναπόφευκτες συνέπειες στην υγειά του, είναι το γεγονός ότι η διατροφή των ανθρώπων κατευθύνεται σε μεγάλο βαθμό από τις μεγάλες επιχειρήσεις τροφίμων, από τις πολυεθνικές, από τα σούπερ μάρκετ, από τις αλυσίδες των φαστφουντάδικων και αναρίθμητων φαγάδικων, και από την ... Monsanto — γενικά από το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και όχι από τους ίδιους τους πολίτες-καταναλωτές με βάση τις πραγματικές ανάγκες τους. Η εντατική παραγωγή τροφίμων (κρεάτων, πουλερικών, γαλακτοκομικών, αυγών κ.λπ.) γίνεται στις μεγάλες κτηνοτροφικές μονάδες με τρόπους τέτοιους που να ευνοούν την υπερπαραγωγή και με αποκλειστικό στόχο τα κέρδη των επιχειρήσεων και όχι την υγεία των καταναλωτών. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την γεωργική παραγωγή.

Βλέπουμε λοιπόν τα τελευταία χρόνια να ξεσπούν αλλεπάλληλα διαιτολογικά σκάνδαλα μεγάλου βεληνεκούς, όπως η εκτεταμένη μόλυνση των φυτικών και ζωικών τροφών με επικίνδυνα φυτοφάρμακα, η μόλυνση με διοξίνες κοτόπουλων και ψαριών, η νόσος των τρελών αγελάδων αλλά και άλλων ζώων, το ντοπάρισμα των γουρουνιών με διάφορα φάρμακα και ορμόνες, η μαζική εκτροφή των φυτοφάγων ζώων - ακόμη και των αρνιών και κατσικιών — με κρεατάλευρα και ιχθυάλευρα, αλλά και πολλά άλλα σκάνδαλα μικρότερης σημασίας.

Στο σημερινό σύστημα της  οικονομίας της αγοράς, οι βιομηχανίες τροφίμων  έχουν την δυνατότητα να παράγουν εκτός των άλλων και τεράστιες ποσότητες ραφιναρισμένων και έντονα επεξεργασμένων τροφίμων, που είναι φοβερά υποβαθμισμένες από θρεπτική άποψη, και επί πλέον είναι γεμάτες με χημικά πρόσθετα και βλαπτικά λίπη, με στόχο να μπορούν τα τρόφιμα αυτά να παραμένουν αναλλοίωτα στις αποθήκες και στα ράφια των σούπερ μάρκετ.  Έχουν λοιπόν κατακλύσει τις αγορές τροφίμων του σύγχρονου κόσμου με αναρίθμητα άχρηστα, υποβαθμισμένα και βλαπτικά τρόφιμα που η κατανάλωσή τους δημιουργεί κακή θρέψη και κακή υγεία μακροπρόθεσμα στον καταναλωτή (λ.χ. το άσπρο ψωμί που είναι κοκτέιλ χημικών ουσιών και βελτιωτικών, η άσπρη ζάχαρη που χαρακτηρίζεται ως «ο λευκός φονιάς», τα άσπρα ζυμαρικά που είναι σκέτες, άδειες θερμίδες, το γυαλισμένο-αποφλοιωμένο ρύζι, τα ζαχαρωτά κάθε είδους κ.λπ.). Υπάρχει μια τεράστια ποικιλία βιομηχανοποιημένων τροφίμων που χαρακτηρίζονται στις αγγλόφωνες χώρες ως «junk food» (δηλ. κάτι σαν σκουπιδοτροφές) και που η κατανάλωσή τους από τα παιδιά και τους εφήβους εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους όχι μόνον για την σωματική τους υγεία, αλλά και για την διανοητική και ψυχική τους υγεία.

Τα κρέατα που προσφέρονται στην αγορά προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από ζώα που μεγαλώνουν και παχύνονται με τεχνητό τρόπο σε ακατάλληλους στάβλους και με την χρήση εντελώς ακατάλληλων και ανθυγιεινών ζωοτροφών, επικίνδυνων για τον καταναλωτή ορμονών, αντιβιοτικών, διοξινών και άλλων τοξικών ουσιών και φαρμάκων. Τα γαλακτοκομικά επίσης είναι σε σημαντικό βαθμό υποβαθμισμένες τροφές εξ αιτίας των ορμονών και φαρμάκων που λαμβάνουν οι αγελάδες στις κτηνοτροφικές μονάδες για να παράγουν μεγάλη ποσότητα υποβαθμισμένου γάλακτος.  Επί πλέον, το γάλα υφίσταται διάφορες αλχημείες και βιομηχανικές επεξεργασίες πριν φτάσει στον καταναλωτή — ή κατά τη διαδικασία μετατροπής του σε γιαούρτι και τυρί — με αποτέλεσμα να έχουμε λίαν υποβαθμισμένα και βλαπτικά γαλακτοκομικά προϊόντα, όπως αποδεικνύεται από εκατοντάδες επιστημονικές έρευνες των τελευταίων ετών (η βλαπτικότητα όλων σχεδόν των ζωικών τροφών έχει πρωταρχικά να κάνει και με τα υψηλά ποσοστά κορεσμένων λιπών και χοληστερίνης που περιέχουν).

Η παραγωγή και διακίνηση τροφίμων είναι αποκλειστικά στα χέρια και στην δικαιοδοσία των επιχειρήσεων και των βιομηχανιών που δεν ενδιαφέρονται ποσώς για την υγεία και ευεξία των καταναλωτών και έχουν μοναδικό κίνητρο τη μεγιστοποίηση των κερδών τους. Στις μέρες μας, όμως, τα πράγματα στον κόσμο των τροφίμων έγιναν πολύ πιο σοβαρά.  Διάφορες πολυεθνικές, με επικεφαλής την Monsanto, αποφάσισαν να προχωρήσουν στην δημιουργία μεταλλαγμένων τροφίμων, πράγμα που σύμφωνα με πολλούς ειδικούς και ανεξάρτητους (και είναι σημαντικό να τονιστεί η λέξη αυτή) ερευνητές, πιθανόν να αποτελέσει την μεγαλύτερη απειλή για τον άνθρωπο τα επόμενα χρόνια.

Τεράστιες επίσης εκτάσεις γόνιμης γης αντί να χρησιμοποιηθούν για παραγωγή υγιεινών τροφίμων για τους ανθρώπους του τρίτου κόσμου, αλλά και τους φτωχούς των δυτικών κοινωνιών, χρησιμοποιούνται με τρόπο εγκληματικό στις μέρες μας, για παραγωγή ζωοτροφών, καπνού, καφέ, καθώς και δημητριακών και σόγιας που προορίζονται για τροφές ζώων και για παραγωγή οινοπνευματωδών ποτών. Πάνω από τις μισές ποσότητες δημητριακών που παράγονται στον σύγχρονο κόσμο, χρησιμοποιούνται για τροφές ζώων που εκτρέφονται για το κρέας τους, αντί για διατροφή των μαζών που πεινάνε και υποσιτίζονται, σε διεθνή κλίμακα.  Στην ίδια εύφορη γη όπου καλλιεργούνται οι ζωοτροφές, ο καπνός και άλλα άχρηστα προϊόντα, θα μπορούσαν να παραχθούν πολύτιμες φυτικές τροφές για την διατροφή και καλή θρέψη πολλαπλάσιου αριθμού ανθρώπων και με την χρησιμοποίηση πολύ λιγότερης ενέργειας και χωρίς βλαπτικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

Γιατί όμως όλα αυτά; Είναι απλώς θέμα ασυδοσίας των αγροτών και των αγροτικών βιομηχανιών που ελέγχονται από τις πολυεθνικές, πράγμα που σημαίνει ότι με κάποιους ελέγχους, όπως προτείνει η ρεφορμιστική Αριστερά, θα λυθεί το πρόβλημα; Δυστυχώς τα πράγματα δεν είναι έτσι απλά. Οι αγρότες σήμερα δεν έχουν επιλογή εάν θέλουν να επιβιώσουν στον αδυσώπητο ανταγωνισμό που επιβάλλει το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και να παραμένουν ‘ανταγωνιστικοί’, παρά ν' ακολουθούν τους «νόμους της αγοράς» όπως αυτοί εκφράζονται από τις επιλογές των οικονομικών ελίτ που ελέγχουν τις πολυεθνικές - με τη συνένοχη των πολιτικών ελίτ.  Αυτό συνέβαινε πάντοτε από τότε που εγκαθιδρύθηκε η οικονομία της αγοράς και ιδιαίτερα σήμερα στη νεοφιλελεύθερη φάση της, που αντικατέστησε τη κρατικιστική φάση της. Ούτε είναι πια δυνατό σήμερα να γυρίσουμε σε μια νέα κρατικιστική φάση όπως υποστηρίζουν ανόητα (ή εκ του πονηρού) οι ρεφορμιστές της Αριστεράς, εφόσον η οικονομία της αγοράς είναι πια διεθνοποιημένη, πράγμα που ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ ανοικτές και απορυθμισμένες αγορές. Άλλωστε, ο βασικός λόγος που κατέρρευσε η προηγούμενη (κρατικιστική) φάση ήταν ότι η εντεινόμενη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς έγινε ασύμβατη με οποιοδήποτε αποτελεσματικό κρατικό έλεγχο πάνω στην οικονομία για χάρη της προστασίας της υγείας και του περιβάλλοντος.  Έτσι, η εντατικοποίηση της παραγωγής των γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων που επέβαλε η νεοφιλελεύθερη οικονομία της αγοράς, είχε σαν αποτέλεσμα να παράγονται υποβαθμισμένα προϊόντα που έχουν μακροπρόθεσμα λίαν δυσμενείς επιπτώσεις πάνω στην υγεία μικρών και μεγάλων.

Είναι μεγάλη αφέλεια να πιστεύει κανείς ότι μέσα στα πλαίσια του παρόντος συστήματος παραγωγής και διακίνησης των προϊόντων διατροφής αλλά και κάθε είδους προϊόντος, θα μπορούσαν να ληφθούν σοβαρά μέτρα για την αποτελεσματική προστασία της Υγείας και του περιβάλλοντος. Δεν πρέπει επομένως να έχουμε αυταπάτες και να πιστεύουμε ότι η Ε.Ε. ή οι κυβερνήσεις των διαφόρων κρατών μπορούν να λάβουν ουσιαστικά μέτρα για την αναβάθμιση της παραγωγής τροφίμων και για την ενημέρωση του κοινού για καλύτερες διατροφικές συνήθειες.  Είναι αναπόφευκτο, νομίζω, το ένα διατροφικό σκάνδαλο να διαδέχεται το άλλο, και, υπό την πίεση των περιστάσεων και της κατακραυγής του κοινού, να λαμβάνονται κάποια αποσπασματικά και χλιαρά μέτρα. Η συνέχεια είναι γνωστή: το όλο θέμα ξεχνιέται και επιστρέφουν οι καταναλωτές στις ίδιες παλιές τους συνήθειες.  Ούτε γάτα ούτε ζημιά!

Η οριστική και ουσιαστική λύση του μεγάλου αυτού κοινωνικού προβλήματος θα βρεθεί μόνον όταν οι ίδιοι οι πολίτες, ως παραγωγοί και καταναλωτές, αναλάβουν άμεσα τον έλεγχο της παραγωγής-διανομής-κατανάλωσης με βάση τις δικές τους επιλογές και προτεραιότητες για την ευημερία του ανθρώπου και την προστασία του περιβάλλοντος και όχι με βάση τις ‘επιταγές’ της αγοράς (δηλαδή των οικονομικών ελίτ που την ελέγχουν, όπως σήμερα), πράγμα που δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο στο πλαίσιο μιας  γνήσιας,  περιεκτικής δημοκρατίας — ενός συστήματος ριζοσπαστικής οργάνωσης της κοινωνίας στα πλαίσια της οποίας θα παράγονται προϊόντα όχι για τα μυθώδη κέρδη που θα αποφέρουν στους παραγωγούς τους, αλλά για την προαγωγή της υγείας και ευεξίας των πολλών, δηλαδή για την ικανοποίηση των πραγματικών αναγκών τους, όπως οι ίδιοι τις καθορίζουν.

Εάν δεν αλλάξουν τα πράγματα σε ένα προβλεπτό μέλλον, αναπόφευκτα θα αντιμετωπίσουμε τρομακτικές επιδημίες χρόνιων εκφυλιστικών παθήσεων, που θα κόβουν πρόωρα το νήμα της ζωής πολλών ανθρώπων και που οι ιατρικές θεραπείες ελάχιστα θα μπορούν να βοηθήσουν.  Αφήνουμε από άγνοια να καταστρέφονται τα πάντα γύρω μας, και μαζί με αυτά και η  υγεία των ανθρώπων, και να συντομεύει δραματικά η ζωή των πολλών, για έναν ανεξακρίβωτο τελικά σκοπό ή μάλλον για να μπορούν οι ελίτ του κόσμου μας (πολιτικοί, επιχειρηματίες και άλλες ελίτ) να αποκτούν εξουσία, δύναμη και προνόμια.  Ως πότε θα επιτρέπουμε να συνεχίζεται το τεράστιο αυτό έγκλημα κατά της ανθρωπότητας και να συνεχίζεται η τρελή αυτή πορεία προς τον γκρεμό;

Παναγιώτης Κουμεντάκης
Άρθρο του από το ελληνικό περιοδικό «Περιεκτική Δημοκρατία»