Τι αποκαλύπτουν οι έρευνες για τις ιδιότητες της βιταμίνης D στην υγεία και γιατί, ενώ η χώρα μας «λούζεται» από το φως του ήλιου τις περισσότερες μέρες του χρόνου, οι Έλληνες παρουσιάζουμε συχνά έλλειψη αυτής της βιταμίνης!
Πόσα ξέρεις για τη «βιταμίνη του ήλιου»;
Ανέκαθεν γνωρίζαμε ότι η βιταμίνη D είναι απαραίτητη για την υγεία των οστών αλλά και για το μεταβολισμό του ασβεστίου και του φωσφόρου. Τελευταία υπάρχουν αποδείξεις ότι η βιταμίνη D (που συνθέτει ο ίδιος οργανισμός μας στο δέρμα μέσω της έκθεσής μας στον ήλιο) βοηθά επίσης στην καλή λειτουργία του καρδιαγγειακού και του μυϊκού συστήματος, ενώ έχει την ικανότητα να μειώνει την εμφάνιση αυτοάνοσων νοσημάτων (όπως σκλήρυνση κατά πλάκας, ρευματοειδής αρθρίτιδα, διαβήτης και ορισμένες μορφές καρκίνου). Πολλοί ακόμα ερευνητές υποστηρίζουν ότι η έλλειψή της από τον οργανισμό ευθύνεται για σειρά παθήσεων, όπως υπέρταση, παιδική παχυσαρκία, νόσος Alzheimer, ορμονικές διαταραχές στις γυναίκες, αλλά και για την υπογονιμότητα και στα δύο φύλα. Ας δούμε όμως τι αποκαλύπτουν τα πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα για τα πολλά πρόσωπα της βιταμίνης D αλλά και πώς εξηγείται το γεγονός ότι σε μια ηλιόλουστη χώρα, όπως η Ελλάδα, οι επιστημονικές μελέτες δείχνουν ότι αντί για πλεόνασμα υπάρχει μάλλον έλλειμμα της συγκεκριμένης βιταμίνης!
Τι ακριβώς συμβαίνει με τον ήλιο και τη βιταμίνη D στον οργανισμό;
Η βιταμίνη D προέρχεται κυρίως από την έκθεση του οργανισμού στην υπεριώδη ηλιακή ακτινοβολία και όχι τόσο από τις τροφές. Συγκεκριμένα το 90% της βιταμίνης D που χρειαζόμαστε το παίρνουμε από την έκθεσή μας στον ήλιο, ενώ από τις τροφές προσλαμβάνουμε μόνο το 10%. Γι’ αυτόν το λόγο η βιταμίνη αυτή ονομάζεται και «βιταμίνη του ήλιου». Ο dr. Michael Holick, ο οποίος εξειδικεύτηκε στη μελέτη της συγκεκριμένης βιταμίνης, στο βιβλίο του «The UV Advantage» υποστηρίζει πως 5-30 λεπτά έκθεσης στον ήλιο χωρίς αντηλιακό, 3 έως 4 φορές την εβδομάδα, αρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες του ανθρώπινου οργανισμού σε βιταμίνη D. Επισημαίνει ωστόσο ότι η παραμονή στον ήλιο για μεγαλύτερο διάστημα χωρίς αντηλιακή προστασία όχι μόνο δεν αυξάνει την επάρκειά της στον οργανισμό, αλλά μπορεί να γίνει και ιδιαίτερα επικίνδυνη, καθώς το δέρμα κινδυνεύει από εγκαύματα και καρκίνο του δέρματος.
Μήπως σου λείπει;
Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, στην κατηγορία υψηλού κινδύνου βρίσκονται τα άτομα άνω των 65 ετών. Κι αυτό γιατί η ικανότητα σύνθεσης της βιταμίνης D μειώνεται με το χρόνο, πιθανόν λόγω της μειωμένης έκθεσής τους στον ήλιο.
Τα βρέφη επίσης που θηλάζουν είναι δυνατόν να παρουσιάσουν ανεπάρκεια, διότι το μητρικό γάλα είναι ιδιαίτερα χαμηλό από μόνο του σε βιταμίνη D και μπορεί να είναι ακόμη χαμηλότερο σε περίπτωση ανεπάρκειας της μητέρας.
Τέλος, άλλη μια ομάδα υψηλού κίνδυνου είναι τα παχύσαρκα άτομα. Όπως υποστηρίζουν οι ειδικοί, η αυξημένη συχνότητα υποβιταμίνωσης D οφείλεται στη μειωμένη σωματική τους δραστηριότητα, και κατά συνέπεια σε μειωμένη έκθεση στον ήλιο, καθώς και στο ότι η βιταμίνη αυτή είναι λιποδιαλυτή και παγιδεύεται στο λιπώδη ιστό.
Προσοχή στα παιδιά
Η έλλειψη βιταμίνης D οδηγεί και στην παιδική παχυσαρκία. Αυτό τουλάχιστον δείχνουν πρόσφατες μελέτες της Α’ Παιδιατρικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στις μελέτες που πραγματοποιήθηκαν μέσα στο πλαίσιο λειτουργίας του Ιατρείου Αντιμετώπισης Αυξημένου Βάρους Σώματος (www.childhood-obesity.gr) αξιολογήθηκε μεγάλος αριθμός παιδιών και εφήβων με αυξημένο βάρος σώματος και βρέθηκε ότι το 65% (53% αγοριών και 47% κοριτσιών) είχε ανεπάρκεια ή έλλειψη βιταμίνης D!
Όπως αναφέρει η κ. Ευαγγελία Χαρμανδάρη, αν. καθηγήτρια Παιδιατρικής και Εφηβικής Ενδοκρινολογίας, υπεύθυνη του Τμήματος Ενδοκρινολογίας και Μεταβολισμού της Α’ Παιδιατρικής Κλινικής του Νοσοκομείου Παίδων «Η Αγία Σοφία»: «Τα παιδιά που έχουν έλλειψη βιταμίνης D συνήθως δεν παρουσιάζουν κάποιο σύμπτωμα. Η διάγνωση της υποβιταμίνωσης D γίνεται με τη μέτρηση των συγκεντρώσεων της συγκεκριμένης βιταμίνης στο αίμα. Oι γονείς λοιπόν με υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά θα πρέπει να συμβουλεύονται τον παιδοενδοκρινολόγο τους άμεσα, καθώς η υποβιταμίνωση D μπορεί να αντιμετωπιστεί με τη χορήγηση βιταμίνης D από το στόμα, αρχικά σε υψηλές δόσεις (δόσεις εφόδου) και στη συνέχεια σε δόσεις συντήρησης. Επιπροσθέτως, η θεραπεία με βιταμίνη D και η επάνοδος των συγκεντρώσεών της στο φυσιολογικό οδηγούν σε αποκατάσταση των μεταβολικών διαταραχών και ελάττωση του καρδιαγγειακού κινδύνου στην ενήλικη ζωή».
Από πού παίρνουμε τη βιταμίνη D;
Κατ’ αρχάς ποσοστό μεγαλύτερο από το 90% παράγεται από την επίδραση της ηλιακής ακτινοβολίας σε ουσίες που υπάρχουν στο δέρμα. Επομένως είναι προφανές ότι η σημαντικότερη πηγή της συγκεκριμένης βιταμίνης είναι ο ήλιος και η διατροφή λειτουργεί επικουρικά.
Η παραγωγή της εξαρτάται ωστόσο και από την ένταση της ακτινοβολίας, το χρώμα του δέρματος αλλά και την ηλικία. Στην τρίτη ηλικία, για παράδειγμα, υπάρχει μείωση της συγκέντρωσης D κατά 30%, επειδή οι ηλικιωμένοι συνήθως εκτίθενται λιγότερο ή και καθόλου στον ήλιο.
Το υπόλοιπο 10% της βιταμίνης D που έχει ανάγκη ο οργανισμός λαμβάνεται από τροφές.
Να θυμάσαι:
Η βιταμίνη D ανήκει στις λιποδιαλυτές βιταμίνες, μαζί με τη βιταμίνη Α, την Ε και την Κ. Οι βιταμίνες αυτές αποθηκεύονται στο συκώτι και στο λιπώδη ιστό.
Η κύρια λειτουργία της είναι να ενισχύσει την ενεργή απορρόφηση του προσλαμβανόμενου ασβεστίου. Αυτό βοηθά στη δημιουργία των οστών στις μικρότερες ηλικίες και είναι επίσης σημαντικό μετέπειτα στην πρόληψη της οστεοπόρωσης.
Η ανεπάρκεια βιταμίνης D αφορά όλες τις ηλικίες στην Ελλάδα, αλλά τα ποσοστά ανεβαίνουν πολύ στους μεγαλύτερους.
Κάποιες φορές, αν και όχι τόσο συχνά, η υπερβολική λήψη βιταμίνης D μπορεί να οδηγήσει σε εμφάνιση τοξικότητας. Τα συμπτώματα αυτής περιλαμβάνουν υπερασβεστιαιμία, δίψα, ανορεξία, πολυουρία κ.ά.
Μελέτες που πραγματοποιήθηκαν σε ενήλικες με παχυσαρκία έδειξαν ότι οι χαμηλές συγκεντρώσεις βιταμίνης D συσχετίζονται με αυξημένες συγκεντρώσεις ολικής χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων, γλυκόζης και ινσουλίνης, καθώς και με αυξημένη συστολική και διαστολική αρτηριακή πίεση.
Ρίτα Βελώνη
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Αρμονία, τεύχος 162
Πηγή