Ο πρώτος γενετικά τροποποιημένος σολομός έφθασε στο τραπέζι των καταναλωτών. Ουσιαστικά είναι η πρώτη φορά που ένα μεταλλαγμένο ζώο πουλιέται ως τροφή στη λιανική αγορά.
Όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο, η αμερικανική εταιρεία AquaBounty Technologies που ανέπτυξε το σολομό και τον παράγει πλέον μαζικά, ανακοίνωσε ότι πούλησε τους πρώτους 4,5 τόνους στην αγορά του Καναδά. Ο αγοραστής του προϊόντος δεν έγινε γνωστός (μάλλον δεν ήθελε), ενώ η τιμή κινήθηκε στα επίπεδα της αγοράς, γύρω στα πεντέμισι δολάρια το μισό κιλό.
Η εταιρεία της Μασαχουσέτης χρειάσθηκε πάνω από 25 χρόνια για να αναπτύξει, να εξασφαλίσει την αναγκαία άδεια και τελικά - μετά από πολλές αντιδράσεις - να πουλήσει τον μεταλλαγμένο σολομό σε πελάτες.
Ο σολομός AquaBounty είναι περίπου διπλάσιος σε μέγεθος από τον άγριο σολομό του Ατλαντικού, καθώς έχει τροποποιηθεί για να αναπτύσσεται πιο γρήγορα, με αποτέλεσμα να φθάνει σε μέγεθος κατάλληλο για πώληση στο μισό χρόνο - περίπου σε 18 μήνες - από ό,τι χρειάζεται ο ελεύθερος.
Ο μεταλλαγμένος σολομός εκτρέφεται στον Παναμά, ενώ σύντομα θα ξεκινήσει η δημιουργία μιας μεγαλύτερης εγκατάστασης παραγωγής του σε καναδικό νησί, μετά από το «πράσινο φως» των καναδικών Αρχών. Η εταιρεία έχει ζητήσει την άδεια για να κάνει το ίδιο στην Ινδιάνα των ΗΠΑ.
Οι επιστήμονες παρουσίασαν για πρώτη φορά το μεταλλαγμένο ψάρι το 1989, έχοντας εισάγει σε αυτό ένα γονίδιο που ενισχύει την ορμόνη της ανάπτυξης. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 δημιούργησαν την εταιρεία AquaBounty για να εμπορευθούν το προϊόν τους και μετά πέρασαν περίπου 25 χρόνια διαδικασιών αλλά και αντιδράσεων από οικολόγους, πολιτικούς και πολίτες.
Η αρμόδια εποπτική Αρχή των ΗΠΑ (FDA) έδωσε την άδεια κυκλοφορίας στην αγορά το Νοέμβριο 2015 και οι καναδικές Αρχές έξι μήνες αργότερα. Καμία από τις δύο χώρες, σύμφωνα με το περιοδικό «Nature», δεν απαιτεί ο μεταλλαγμένος σολομός να φέρει σήμανση ότι είναι γενετικά τροποποιημένος, συνεπώς ο καταναλωτής δεν μπορεί να το ξέρει - κάτι που έχει εξοργίσει ακτιβιστές και πολιτικούς ιδίως στις ΗΠΑ, οι οποίοι απαιτούν να γνωρίζει ο καταναλωτής τι τρώει
Πηγή