Κάποτε ένας μαθητής ρώτησε τον δάσκαλό του:
«Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στον Παράδεισο και στην Κόλαση;».
Ο δάσκαλος του απάντησε: «Πολύ μικρή αλλά καθοριστική. Έλα, θα σου δείξω την Κόλαση».
Μπήκαν σε ένα δωμάτιο, όπου μια ομάδα ανθρώπων καθόταν γύρω από μια τεράστια χύτρα γεμάτη ρύζι. Όλοι όμως έμοιαζαν απελπιστικά πεινασμένοι. Ο καθένας είχε από ένα παράξενο κουτάλι, που το κρατούσε από την άκρη του με προσοχή και έφτανε ως τη χύτρα. Κάθε κουτάλι όμως είχε τόσο μακρύ χερούλι που δεν μπορούσαν να το φέρουν στο στόμα τους. Η πείνα και η ταλαιπωρία ήταν φοβερή.
«Έλα», είπε μετά ο δάσκαλος, «τώρα θα σε πάω στον Παράδεισο». Μπήκαν σε ένα άλλο δωμάτιο, πανομοιότυπο με το πρώτο, όπου υπήρχε η ίδια χύτρα ρυζιού, οι ίδιοι άνθρωποι και τα ίδια περίεργα κουτάλια. Εκεί όμως όλοι έμοιαζαν πραγματικά ευτυχισμένοι.
«Δεν καταλαβαίνω», είπε ο μαθητής. «Γιατί εδώ είναι όλοι ευτυχισμένοι, ενώ στο άλλο δωμάτιο είναι τόσο δυστυχισμένοι, τη στιγμή που όλα είναι πανομοιότυπα;».
Ο δάσκαλος χαμογέλασε και απάντησε: «Εδώ έμαθαν να ταΐζουν ο ένας τον άλλον».