Του Δημήτρης Δημαρέλου
Καταρχάς, ας κάνουμε μία μικρή εισαγωγή στη φιλοσοφία του Αλμπέρ Καμύ (παρότι ο ίδιος σε καμία περίπτωση δεν θα αυτοαποκαλούνταν φιλόσοφος, αλλά καλλιτέχνης). Έχουμε να κάνουμε με τον «πιο ευγενικό, τον πιο πράο, τον πιο καλοσυνάτο άνθρωπο του κόσμου. Τον ονειροπόλο, τον ευαίσθητο, τον ποιητή, τον φιλόσοφο, που βρήκε ευθύς τον δρόμο της καρδιάς μας…», όπως τον χαρακτήρισε η Λητώ Κατακουζηνού όταν τον γνώρισε. Προκαλούν σίγουρα ευχάριστη εντύπωση οι εν λόγω χαρακτηρισμοί για τον άνθρωπο που έγραψε τον «Επαναστατημένο Άνθρωπο», και που ανέδειξε την ελευθερία ως το αιθέριο έλαιο της ανθρώπινης ύπαρξης.
Συγγραφέας, ηθοποιός, σκηνοθέτης, φιλόσοφος, πολιτικοποιημένος (με ουσιαστικό τρόπο), ο Καμύ αποτελεί σίγουρα ένα από τα μεγαλύτερα πνεύματα του 20ου αιώνα. Άφησε πίσω του αριστουργήματα, μεταξύ των οποίων είναι ο «Ξένος», η «Πανούκλα» και η «Πτώση», και με κάθε του έργο κλόνισε κάθε λογής στερεότυπα, είτε προσωπικού είτε κοινωνικού επιπέδου – ή, μάλλον, και των δύο ταυτοχρόνως. Η επαφή με τα έργα του θέτουν τον αναγνώστη αντιμέτωπο με προσωπεία και είδωλα του εαυτού του, τον αναγκάζουν να αντικρίσει κατάματα την υποκρισία του, μέσα από τα κύματα ειλικρίνειας με τα οποία λούζει ο Αλμπέρ κάθε γράμμα, λέξη και παράγραφό του.
Τώρα θα έρθουμε σε επαφή με ένα από τα πιο σημαντικά και ενδιαφέροντα αποφθέγματά του, και θα επενδύσουμε πάνω σε αυτό:
«Μην περπατάς πίσω μου· δεν πρόκειται να ηγηθώ. Μην περπατάς μπροστά μου· δεν πρόκειται να ακολουθήσω. Απλώς περπάτα δίπλα μου, σαν φίλος μου».
Πόσο ιδιαίτερη και πρωτάκουστη σκέψη σε μία εποχή όπου οι διαπροσωπικές σχέσεις έχουν καταντήσει ολότελα σχέσεις εξουσίας, χρηστικότητας, επαγγελματικού ενδιαφέροντος και «συγγενικής αδιαφορίας». Σε μία εποχή σαν τη δική μας, όπου η προσωπική επαφή είναι εξολοκλήρου επιφανειακή και συσχετισμένη με ένα πυραμιδικά συστήματα δύναμης και επιρροής. Στην εποχή που βοηθάς για να βοηθηθείς, που δίνεις για να λάβεις, που θέλεις για να σε θέλουν και που είσαι για να είναι.
«Μη περπατάς πίσω μου΄ δεν πρόκειται να ηγηθώ».
Όλοι λίγο πολύ φαντασιωνόμαστε την εξουσία· άλλοι λιγότερο, άλλοι περισσότερο. Όχι φυσικά την εξουσία πάνω στον εαυτό μας ―κάτι που κατάντησε να μας είναι τόσο σκοτεινό και άγνωστο― αλλά την εξουσία πάνω σε πρόσωπα, καταστάσεις και συνθήκες της εξωτερικής μας πραγματικότητας. Κατά κάποιο τρόπο, έχουμε φτάσει στο σημείο να συσχετιζόμαστε και να αυτοπροσδιοριζόμαστε εντός της ζωής μας μέσω της επιρροής που ασκούμε, μέσω της δυνατότητάς μας δηλαδή να επιβάλλουμε τα θέλω μας και να καλύψουμε τις επιθυμίες μας. «Είμαι αυτός που είμαι επειδή επιβάλλω το θέλω μου»· ιδού η πιο ηχηρή άποψη του σύγχρονου εγώ, που πλάθεται και δίνει μορφή στον εαυτό του χάρις στον πηλό της καταπίεσης και της παρέμβασης. Όπως ανέφερε και ο Νίτσε:
«Η ζωή η ίδια είναι θέληση για δύναμη»
Ο Φρίντριχ φυσικά, με το απαράμιλλη ψυχική ευαισθησία του, απλώς αντιλήφθηκε αυτή την αρρώστια της ανθρώπινης ψυχής και την παρουσίασε, σε καμία περίπτωση όμως δεν την υποστήριξε ― ή μάλλον, πράγματι την «υποστήριξε», αλλά σε ένα πλαίσιο που δύσκολα αντιλαμβανόμαστε με τον τρόπο που έχουμε μάθει να σκεφτόμαστε. Ο Ζαρατούστρα του κηρύσσει την εξουσία πάνω στον εαυτό μας, τον αγώνα ενάντια στις αυτοκαταστροφικές τάσεις μας, τη μάχη της προσωπικής χαράς κατά της αρρώστιας ― ο Νίτσε ήταν καθολικά υποκειμενικός και όλη του η φιλοσοφία «χορεύει» μέσα στα έγκατα του πιο προσωπικού μας «είναι». Αν την πάρουμε από εκεί, από τη φυσική της θέση, και την εφαρμόσουμε σε συλλογικό/κοινωνικό επίπεδο, όπως αυτό των διαπροσωπικών σχέσεων, τα αποτελέσματα θα είναι καταστροφικά. Γι’ αυτό πολλοί και τον παρερμήνευσαν και του κόλλησαν μέχρι και τη ταμπέλα του «ναζιστή».
Είμαστε λοιπόν σε θέση να πούμε όχι στην ―παραδόξως, εθελημένη― υποταγή των άλλων στο εγώ μας; Οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα είναι χαμένοι, μπλοκαρισμένοι, μετέωροι, άγνωστοι ως προς τον εαυτό τους, κι ως εκ τούτου μία ζωή ψάχνουν για δασκάλους, για σοφούς και για αυθεντίες. Έχουμε άραγε την απαραίτητη δύναμη να αντισταθούμε στον πειρασμό αυτής της υποτιθέμενης εξουσίας πάνω στους άλλους; Να πούμε όχι στα παρακάλια τους και να γελάσουμε μπροστά στα προσκυνήματά τους;
Έχουμε τη δύναμη να είμαστε κύριοι του εαυτού μας;
«Μην περπατάς μπροστά μου· δεν πρόκειται να ηγηθώ»
Επενδύοντας πάνω στη τελευταία παράγραφο της προηγούμενης ενότητας, είμαστε σε θέση να παρατηρήσουμε το χάος, καθώς και τη ―μη εποικοδομητική― σύγχυση, ως το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα της συντριπτικής πλειοψηφίας της σημερινής κοινωνίας. Παντού άνθρωποι χαμένοι, σε ένα ατελείωτο κυνήγι νοήματος, σε διαρκή αναζήτηση ενός «ανώτερου» και «αληθινού» εαυτού, που ψάχνουν με τρεμάμενα πόδια και απαράμιλλο άγχος τη θέση τους μέσα σε αυτόν τον κόσμο. Άνθρωποι που δεν ξέρουν τι είναι, και που αντί να επωφεληθούν της άγνοιάς τους, καταφέρνουν να μετατρέψουν αυτό το μοναδικό εργαλείο της συνείδησης στη γκιλοτίνα που αποκεφαλίζει καθημερινά το «είναι» τους.
«Το νόημα της ζωής είναι απλώς να είσαι ζωντανός. Είναι τόσο καθαρό και τόσο αυτονόητο και τόσο απλό. Αλλά, παρόλα αυτά, όλοι τρέχουν τριγύρω μέσα στον πανικό, λες και χρειάζεται να επιτύχουν κάτι πέρα από αυτό που είναι»
Αυτό είναι ένα απόφθεγμα του Άλαν Γουάτς, ενός σπουδαίου δυτικού φιλοσόφου του εικοστού αιώνα, που «μετέφρασε» αποτελεσματικά στο πλαίσιο σκέψης του δυτικού ανθρώπου μερικές από τις σημαντικότερες ιδέες και έννοιες της Ανατολίτικης φιλοσοφίας (κυρίως από τον χώρο του Ζεν και του Ταοϊσμού). Προφανώς και δεν έχουμε να κάνουμε με μία ολοκληρωτική εκμηδένιση της ζωής, δεν εννοεί απλώς ο Γουάτς πως: «Τίποτα δεν υπάρχει, δεν είσαι τίποτα, άραξε…». Αυτή η ακραία κυνική (με τον σύγχρονο ορισμό του «κυνικού»), αυτή η ηλιθιωδώς σκεπτικιστική άποψη για τη ζωή, προφανώς και δεν οδηγεί πουθενά. Δεν υπάρχει λόγος να εξοστρακιστεί κάθε νόημα από τη ζωή και την ύπαρξη, αλλά το πρόβλημα είναι πως έχουμε αρπάξει με μανία το «είναι» μας με λύσσα, και προσπαθούμε ξεζουμίζοντάς το να αντλήσουμε από αυτό ολόκληρους ωκεανούς υποτιθέμενης «αξίας» και «ουσίας». Ψάχνουμε τον Θεό, το «μυστικό», τον «ανώτερο εαυτό» μας, τον «Πλατωνικό Έρωτα», τον «Ιδεατό Κόσμο», την ανυπέρβλητη σοφία, κι άλλες λοιπές μπούρδες που απορρέουν είτε από αστεία βιβλία αυτοβοήθειας, είτε από καταστροφικά θρησκευτικά δόγματα που απευθύνονται σε ανθρώπους που έχουν πνευματικότητα αμοιβάδας και τσεκαρισμένη ολόκληρη τη λίστα των σύγχρονων ψυχικών νοσημάτων.
Όλοι ξεχάσαμε το μέτρο. Δεν χρειάζεται να είναι η ζωή ανούσια για να μη σε βασανίζει, και δεν χρειάζεται να υπάρχει Θεός που να σε κρίνει για να έχεις αξία. Υπάρχει αρκετή ομορφιά, αρκετή χαρά, λύπη (όχι, δε χρειάζεται να τη ξορκίζουμε τη λύπη) και μπόλικα πράγματα να είσαι και να πράττεις. Το να «είναι κανείς αυτό που είναι», το να σκαλίζει δειλά―δειλά το γλυπτό του «είναι» του – αυτό όχι απλώς αρκεί, αλλά είναι μοναδικό.
Και μόνο έτσι κάποιος μπορεί να ξεφύγει από τη φυλακή των ανθρώπων του. Μόνο έτσι κάποιος παύει να είναι υπόδουλος, αλλά ίσος με τους γύρω του. Μόνο έτσι δύναται να γίνει φίλος.
«Απλώς περπάτα δίπλα μου, σαν φίλος μου»
Κάπως έτσι φτάνουμε στο τελευταίο σκέλος του αποφθέγματος του Καμύ. Η ιδέα του φίλου έχει συζητηθεί πολλάκις από τεράστιους στοχαστές (π.χ. Αριστοτέλης, Νίτσε), όμως εδώ ο Αλμπέρ τη χρησιμοποιεί στην πιο ελεύθερη μορφή της.
Ο φίλος για τον Καμύ είναι πρωτίστως ελεύθερος. Ελεύθερος από την εξωγενή εξουσία πάνω στους άλλους και την ενδογενή υποδούλωση του εγώ του στους άλλους. Δεν διατάζει και δεν υπακούει· είναι επαναστάτης, με όλη τη σημασία της λέξεως – σε κάθε λέξη του ζευγαρώνει φυσικά το μεγαλύτερο Ναι και το μεγαλύτερο Όχι. Δεν αποδέχεται, μα δεν αρνείται κιόλας. Απλώς είναι. Όπως είπε ο Διογένης της Σινώπης στον Μέγα Αλέξανδρο, όταν ο φοβερός κατακτητής προσφέρθηκε να ικανοποιήσει οποιαδήποτε επιθυμία του:
«Φύγε απλώς από μπροστά μου, μου κρύβεις τον ήλιο»
Δεν μπορεί να περπατήσει μπροστά σου, γιατί δεν βρίσκει λόγο να σου κρύψει τον ήλιο. Δεν μπορεί να περπατήσει πίσω σου, γιατί του κρύβεις εσύ τον ήλιο. Δίπλα σου, κοντά σου, μαζί σου, αυτή μονάχα είναι η θέση που ξέρει, η μόνη που δεν νιώθει άβολα, η μόνη συνθήκη στην οποία αυτός δύναται να είναι ο εαυτός του και η μόνη στην οποία εσύ είσαι ο εαυτός σου.
Η έννοια της «φιλίας» ωστόσο έχει «βιαστεί» νοηματικά από τη σύγχρονη κοινωνία, μέχρι που στο πλαίσιο των συναισθηματικών σχέσεων αποτελεί πλέον προσβολή. Ο άνθρωπος έφτασε να ακούει τον σύντροφό του να τον αποκαλεί «φίλο» και να αισθάνεται άβολα, λες και μειώνεται η υπόστασή του εντός της σχέσης, μιας και νιώθει ότι υποβιβάζεται το συναισθηματικό επίπεδό της. Έχουμε πιστέψει σε έναν τόσο αρρωστημένο, ιδεατό και ενστικτώδη έρωτα, μέσα στον οποίο δεν υπάρχει χώρος για τον σεβασμό και την ουσιώδη επικοινωνία, για τη βαθιά κατανόηση και ειλικρινή επαφή που προσφέρει η φιλία.
«Δεν είναι η έλλειψη αγάπης, αλλά η έλλειψη φιλίας που κάνουν τους γάμους αποτυχημένους»
– Νίτσε
Είναι όμως πολύ εύκολο να μπερδευτούμε με όλες αυτές τις έννοιες και τους ορισμούς και να χάσουμε το νόημα. Ο Αλμπέρ Καμύ όμως είναι αφοπλιστικά απλός και δεν μας αφήνει περιθώρια να δουλεύουμε τον εαυτό μας (παρότι φυσικά μπορούμε να το κάνουμε, το δικαίωμα στη βλακεία είναι από τα πιο θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου).
Μην ψάχνεις δούλους. Μη ζητάς δασκάλους. Δεν υπάρχουν ― στη καλύτερη των περιπτώσεων να καταντήσεις εσύ δούλος του εγώ σου ή φαντασμένος δάσκαλος μερικών ανίδεων.
Να είσαι ο εαυτός σου, και να είσαι απλώς αυτός που είσαι με τους άλλους. Αυτή είναι η ουσία των ανθρώπινων σχέσεων.
Πηγή