«Τα παιδιά γνωρίζουν για μας περισσότερα από όσο εμείς για τον εαυτό μας, για το τι συμβαίνει στην οικογένεια, κι ας το κρατούν επτασφράγιστο μυστικό οι μεγάλοι.
Ξεχωρίζουν αυτόματα ποιος ξένος είναι καλός άνθρωπος, τις προθέσεις του, την ψυχική του ποιότητα, αγαπούν σπαρακτικά, θυσιαστικά τα σκυλάκια, τα πουλιά, όλα τα ελάχιστα και ασθενή του κόσμου, γιατί καταλαβαίνουν τη μετοχή τους στην Αλήθεια.
Και πόσο δύσκολο να θες να διδάξεις στα παιδιά του Παραδείσου τους κανονισμούς της δικής μας κατάστασης, της πτώσης μας. Να τα προσαρμόσεις! Πού?…
Να τους αφαιρείς την αγαλλίαση, την έκσταση, κάνοντάς τα όλο και πιο λογικά, συμβατικά λογικά, να τα πονηρεύεις να επιζήσουν.
Για να επιζήσουν θα πρέπει να τους μειώνεις και να τους λερώνεις το να ζουν. Να τα κατεβάσεις από το υπέρλογο όπου ταξιδεύουν σαν άγγελοι και να τα προσγειώσεις στον κόσμο που τόσο συμβιβασμένα και μίζερα φτιάξαμε όπως-όπως οι μεγάλοι.
Να τους περιορίσεις την απέραντη ύπαρξη σε μια κοσμική, άρα υποκριτική ύπαρξη. Ίσως γι’ αυτό είναι συχνά μελαγχολικά κι απόμακρα, ίσως γι’ αυτό όσο πάνε προς την εφηβεία μας βγάζουν το θυμό τους. Μια αχνή αίσθηση εξορίας στο βλέμμα τους ανατέλλει από νωρίς.»
~Μάρω Βαμβουνάκη