Δευτέρα 3 Απριλίου 2017

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΡΟΖΑΝΗΣ : ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΑΛΛΑΖΕΙ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΝΩ ΠΡΟΣ ΤΑ ΚΑΤΩ




[...] Δεν έχουμε κοινωνία. Έχουμε μια κοινωνία εν υπνώσει [...] μια κοινωνία η οποία είναι ξενοφοβική, μια κοινωνία η οποία έχει κλειστεί στον εαυτό της [...]
Τίποτα δεν αλλάζει από τα πάνω προς τα κάτω, κι αυτή η αλλαγή, από τα κάτω προς τα πάνω, προϋποθέτει τη δημιουργία κινημάτων από συλλογικότητες [...] «Ο κόσμος έχει τόσες πιθανότητες να αυτοκαταστραφεί, όσες πιθανότητες έχει και για να αναγεννηθεί». Ελπίζω ότι θα ακολουθήσουμε τις πιθανότητες αναγέννησης και όχι τις πιθανότητες αυτοκαταστροφής [...]

O καθηγητής φιλοσοφίας Στέφανος Ροζάνης, μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη σχετικά με την ευρωπαϊκή και ελληνική πολιτική, οικονομική και κοινωνική επικαιρότητα.

Κρ.Π.: Τι σκέφτεστε παρατηρώντας όλα αυτά που συμβαίνουν στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, αλλά και με τις τρομοκρατικές επιθέσεις, με την άνοδο της ακροδεξιάς, ή ακόμα και με την δολοφονική επίθεση που έγινε πρόσφατα στον φοιτητή από τη Χρυσή Αυγή;

Στ.Ρ.: Αν θέλετε τη δική μου γνώμη, τίποτε αιφνίδιο, τίποτε ξαφνικό δεν υπάρχει σε όλα αυτά. Η κατάσταση αυτή των πραγμάτων προετοιμάζεται από εδώ και δεκαετίες και μοιάζει περίπου σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία.

Πάρα πολλές φορές έχω πει, ότι από τη στιγμή που υποχωρεί έστω κι αυτός ο ανάπηρος Διαφωτισμός, έστω κι αυτή η ανάπηρη δημοκρατία, η οποία κάποτε αποτελούσε ένα στήριγμα, ένα θεμέλιο μιας ευρωπαϊκής ή και παγκόσμιας τάξης πραγμάτων, είναι φυσικό ότι εκείνο το οποίο θα εμφανιστεί ως ένα είδος φαντάσματος και θα πλανάται πάνω από τον κόσμο, είναι ένας πολύμορφος και πολυσχιδής φασισμός ο οποίος άλλες φορές παίρνει ακραίες μορφές βίας, άλλες φορές με τον μανδύα μιας δημοκρατικότητας προσπαθεί να αντικαταστήσει τον κυρίαρχο λόγο΄ να γίνει μάλλον, ο ίδιος ένας κυρίαρχος λόγος.

Κατά συνέπεια, όλα αυτά τα συμπτώματα τα οποία παρατηρούνται στον κόσμο και στη χώρα μας, είναι πράγματι συμπτώματα. Είναι νεοπλασίες, με τον ιατρικό όρο, οι οποίες εμφανίζονται κάθε φορά που το «ανοσοποιητικό σύστημα» της δημοκρατίας υποχωρεί, κατακερματίζεται, θρυμματίζεται, και στο τέλος σμπαραλιάζεται. Οπότε, όλα αυτά τα φαινόμενα, είναι φαινόμενα αναμενόμενα.

Θα ήταν κανείς πάρα πολύ τυφλός να μην έβλεπε αυτά τα φαινόμενα να έρχονται αιφνιδίως από εδώ και δέκα χρόνια πριν. Θα έπρεπε να είναι εντελώς ανιστόρητος να νομίζει ότι όλη αυτή η καταστροφή η οποία έχει επέλθει είτε στο όνομα της παγκοσμιοποιημένης τάξης πραγμάτων, είτε στο όνομα ενός μορφώματος το οποίο ονομάζεται ΕΕ, δεν είναι γνήσιο τέκνο αυτής διάλυσης, αυτού του κατακερματισμού, αυτής της υποχώρησης, έστω και των υπολειμμάτων του Διαφωτισμού, που είχαν απομείνει στον κόσμο. Υπό αυτή την έννοια, τουλάχιστον εγώ, δεν αιφνιδιάζομαι.

Κρ.Π.: Είχατε επισημάνει παλιότερα, πως «Κινδυνεύει η κοινωνία στο σύνολό της!». Σήμερα, τι θα λέγατε για την κοινωνία και πώς βλέπετε να αντιδρά απέναντι σε όλα αυτά;

Στ.Ρ.: Η κοινωνία αντιδρά με δύο τρόπους, ακόμα και ιστορικά αν το πάρουμε, πολύ περισσότερο στις μέρες μας:

Ο ένας τρόπος με τον οποίο αντιδρά η κοινωνία είναι η φοβικότητα, ο φόβος. Τα πάντα κυριαρχούνται μέσα στην κοινωνία από τον φόβο είτε είναι ο φόβος της επιβίωσης, είτε είναι ο φόβος απώλειας αγαθών μιας ζωής, είτε είναι ο φόβος που προέρχεται από την έλλειψη της ελπίδας να ζήσει ο άνθρωπος σε έναν καλύτερο κόσμο -θα έλεγα σε ένα δικαιότερο κόσμο, αλλά, εν πάση περιπτώσει, σε έναν κόσμο πιο ισορροπημένο.

Αυτή είναι η μία αντίδραση της κοινωνίας η οποία στην πραγματικότητα οδηγεί στην απάθεια ή στον ατομικισμό που πιστεύαμε παλιότερα ότι τουλάχιστον ο δυτικός κόσμος προσπαθούσε να τον ξεπεράσει.

Από την άλλη μεριά, η αντίδραση, εκφράζεται μέσα σε μια κατάσταση, όπως θα λέγαμε στην ψυχολογία, υπνώσεως. Δεν έχουμε κοινωνία. Έχουμε μια κοινωνία εν υπνώσει. Αυτή η κοινωνία εν υπνώσει, είναι αδύνατον να ανταποκριθεί σε θεμελιώδεις συσσωματώσεις, σε θεμελιώδεις καταστάσεις όπου μια συλλογικότητα θα μπορούσε να θέσει έναν φραγμό, τουλάχιστον εν μέρει σε φαινόμενα φασιστικά, φαινόμενα βίας, φαινόμενα εξοντώσεως του άλλου, του ξένου.

Έχουμε αυτή τη στιγμή μια κοινωνία η οποία είναι ξενοφοβική, μια κοινωνία η οποία έχει κλειστεί στον εαυτό της και προσπαθεί να θεμελιώσει ένα «εμείς» πάνω σε ένα μίσος για τον ξένο, που κλέβει την ευτυχία του γηγενούς.

Όλες αυτές οι καταστάσεις που δημιουργούνται, πέραν του κοινωνιολογικού βάθους, έχουν και ένα ψυχολογικό βάθος. Αυτό το ψυχολογικό βάθος, δημιουργεί σήμερα μια ακύρωση της έννοιας του πολίτη, μια ακύρωση της έννοιας της προσπάθειας του ανθρώπου να μετέχει των κοινών, να αποφασίζει ελεύθερα για τα κοινά, και επιπλέον να κλείνεται στον εαυτό της φοβικά, κλειστοφοβικά, να βρίσκεται, δηλαδή, σε μια κατάσταση παράλυσης.

Πιστεύω ότι εκείνο το οποίο έχει συμβεί στην κοινωνία, είναι ότι έχει χαθεί πια η έννοια του πολίτη. Ο άνθρωπος δεν αισθάνεται πολίτης. Κι απ’ τη στιγμή που ο άνθρωπος δεν αισθάνεται πολίτης, τότε η αντίδρασή του δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά μια ατομική φοβία την οποία θα την μεταφέρει σε ότι δεν του μοιάζει, σε ότι δεν ταιριάζει με μια ήσυχη μικροαστικότητα, μέσα στην οποία ο άνθρωπος είχε βολευτεί.

Κατά συνέπεια, όλος αυτός ο μισοξενισμός, η ξενοφοβία, δεν είναι μόνο μια ατομική αντίδραση αλλά επιπλέον είναι μια συνολική ανθρώπινη αντίδραση, υπό την έννοια ότι ο άνθρωπος πλέον έχει απωλέσει μαζί με την έννοια του πολίτη και την έννοια της αυτεξουσιότητάς του, της αυτενέργειάς του, και ότι άλλο τον συγκροτεί ως κοινωνικό ον.

Κρ.Π.: Στην Ελλάδα σήμερα όλο και περισσότερο(ακούμε ότι θα μειωθεί το αφορολόγητο, θα μειωθούν και άλλο οι συντάξεις, κλπ.), υπάρχουν σοβαρά προβλήματα επιβίωσης, και συγχρόνως οι πρόσφυγες βρίσκονται σχεδόν σε αδιέξοδο, είδαμε πρόσφατα έναν πρόσφυγα να αυτοπυρπολείται. Μέσα σε αυτή την κατάσταση, τι θα έπρεπε να κάνουμε;

Στ.Ρ.: Κοιτάχτε, η Ελλάδα αποτελούσε πάντα ένα καθεστώς εξαίρεσης, σε σχέση με την καλούμενη Ευρώπη. Ποτέ η Ελλάδα δεν μπόρεσε να οικοδομήσει μια εθνική αστική τάξη, να έχει ένα εθνικό κεφάλαιο, να συμμετέχει, έστω και σε ένα καπιταλιστικό σύστημα, ισοτίμως. Πάντα η Ελλάδα προσπαθούσε να επιβιώσει ως ένα είδος «παρία» της Ευρώπης, εκεί που θα όφειλε να είναι η καρδιά του ευρωπαϊκού ιδεώδους.

Από κει και πέρα, ότι συμβαίνει, συμβαίνει επειδή ακριβώς στον δυτικό κόσμο εκείνο το δραματικό που έχει συμβεί είναι ότι η οικονομική πραγματικότητα έχει επιβληθεί πάνω στην έννοια του πολιτικού. Δεν έχουμε κάποια προτεραιότητα της έννοιας του ανθρώπου ως πολιτικού όντος, πάνω σ’ αυτό που οι κοινωνιολόγοι ονομάζουν homo economicus/οικονομικό άνθρωπο.

Ο οικονομικός άνθρωπος είναι εκείνος ο οποίος θα προσπαθήσει, θα επιχειρήσει να αλώσει οποιαδήποτε ανθρώπινη αξία, οποιαδήποτε αξία αλληλεγγύης, οποιαδήποτε αξία συνύπαρξης και συμβιώσεως, υπέρ μιας στυγνής, στριφνής ιδεολογίας του χρηματοπιστωτισμού, ο οποίος αυτή τη στιγμή αλώνει όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά και όλο τον κόσμο.
Μπορεί στην Ελλάδα να είναι πιο εμφανή αυτά τα σημάδια, εξ’ αιτίας αυτού που είπαμε προηγουμένως για την ιδιαιτερότητα του ελληνικού χώρου, ωστόσο, εάν κοιτάξετε σε όλη την Ευρώπη θα δείτε, όχι μόνο ανάλογα αλλά σχεδόν τα ίδια φαινόμενα να παράγονται στην καθ’ υπόταξη του ανθρώπου μέσω της κοινωνικής του δυσπραγίας, μέσω της οικονομικής του δυσπραγίας.

Κατά συνέπεια, όλο αυτό το βλέπω ως ένα πλέγμα που δεν αφορά αποκλειστικά αυτή τη χώρα, ένα πλέγμα το οποίο αφορά τη δομή του δυτικού κόσμου, και αυτή η δομή βλέπετε ότι αναπτύσσεται από την άλλη μεριά του Ατλαντικού μέχρι και την παραδοσιακή ευρωπαϊκή κουλτούρα.

Οπότε, η μοίρα, το πεπρωμένο του έλληνα ανθρώπου δεν διαφοροποιείται, τουλάχιστον σε θεμελιώδη στοιχεία, από τη μοίρα του γάλλου ανθρώπου, από τη μοίρα του γερμανού ανθρώπου, από την μοίρα του ισπανού ανθρώπου κ.ο.κ.

Κρ.Π.: Βλέπουμε όμως, ότι από τις ανατολικές χώρες, πολλοί πρόσφυγες που φεύγουν και λόγω πολέμου ή μετανάστες με άλλα προβλήματα, στην Ευρώπη κατευθύνονται για να ζήσουν, ενώ από την άλλη υπάρχουν οι τζιχαντιστές που πολεμάνε το δυτικό πολιτισμό.

Στ.Ρ.: Έρχονται μετανάστες για να ζήσουν στην Ευρώπη όπως οι έλληνες της μετεμφυλιακής εποχής –τηρουμένων βέβαια των αναλογιών, γιατί εδώ δεν είχαμε απλώς μια μετεμφυλιακή κατάσταση- έτρεχαν στην Αμερική και στα νησιά Ellis, προκειμένου να βρουν συνθήκες επιβιώσεως.

Ουσιαστικά αυτοί οι πόλεμοι οι οποίοι γίνονται στον ανατολικό κόσμο, και οι οποίοι χαιρετίστηκαν από τη δυτική δημοκρατία ως απελευθερωτικά κινήματα, δεν ήταν τίποτε άλλο από πόλεμοι οι οποίοι αποσκοπούσαν σε ένα ξερίζωμα πληθυσμών προκειμένου μια γερασμένη δύση να δεχτεί νέο εργατικό αίμα, όπως θα λέγαμε, νέα εργατικά χέρια.

Όταν όμως τα πράγματα από ασκήσεις επί χάρτου εξελίσσονται στην πραγματική ζωή, τότε τα πράγματα ξεφεύγουν και από τον έλεγχο των ίδιων των δημιουργών αυτών των καταστάσεων. Έτσι αυτή τη στιγμή έχουμε κάτι που η Δύση, πράγματι, δεν το περίμενε΄ περίμενε μόνον ότι χρειαζόταν, κι αυτό πια που έρχεται υπερβαίνει αυτό που η Δύση χρειαζόταν για την ανανέωση των εργατικών της χεριών και των εργατικών της δυνάμεων, και γίνεται ένα υπόλειμμα ανθρώπων που ναι, θα πρέπει να εξοντωθούν.

Κρ.Π.: Δεν ξέρω αν γνωρίζετε αυτή τη μελέτη που είχε γίνει από τη δεκαετία του ’70, με της ομάδα της Ρώμης, που έλεγε ότι τα όρια του συστήματος έχουν ξεπεραστεί και έρχεται παγκόσμια δομική κρίση περί το 2008, διότι έχουμε ξεπεράσει τα όρια της φύσης, κλπ…

Στ.Ρ.: Ναι, βεβαίως.

Κρ.Π.: … Τα βλέπουμε όλα αυτά να συμβαίνουν. Μπορούμε να το αλλάξουμε όλο αυτό; Που πορευόμαστε;

Στ.Ρ.: Κοιτάχτε, τίποτα δεν αλλάζει από τα πάνω προς τα κάτω. Ποτέ στην ιστορία δεν υπήρξε μια αλλαγή που ερχόταν από τα πάνω προς τα κάτω. Όλο το πρόβλημα του ανθρώπου είναι να προέλθει μια αλλαγή από τα κάτω προς τα πάνω. Αυτή η αλλαγή, από τα κάτω προς τα πάνω, προϋποθέτει τη δημιουργία κινημάτων από συλλογικότητες. Προϋποθέτει τη δημιουργία συλλογικοτήτων οι οποίες παλεύουνε μέσα σε ένα πνεύμα αυτοδιαχείρισης, αυτονομίας και αυτεξουσιότητας.

Αυτές οι συλλογικότητες, μέχρι στιγμής βρίσκονται μέσα σε ένα βρεφικό στάδιο. Δεν είναι ότι δεν αναπτύσσονται. Δεν είναι ότι δεν υπάρχουν, άρα δεν αναπτύσσονται. Είναι, ότι υπάρχουν σπερματικά, μόνο που ο χρόνος της ανθρώπινης ζωής δεν είναι ο χρόνος της Ιστορίας. Απαιτείται ένας άλλος χρόνος μέσα στον οποίο αυτές οι καταστάσεις, δρουν, δραστηριοποιούνται, ωριμάζουν και μπορούν να αποτελέσουν πυλώνες αλλαγής.

Δεν ξέρω αν τουλάχιστον η δική μου γενιά προλάβει να δει σε ανάπτυξη τέτοιου είδους φαινόμενα. Παρ’ όλα αυτά είμαι πραγματικά αισιόδοξος ότι αυτές οι εν σπέρματι συλλογικότητες που αυτή τη στιγμή ενεργοποιούνται με κοινωνικές και ατομικές προοπτικές κάποτε θα επιφέρουν αυτό που εμείς ονομάζουμε αλλαγή.

Γιατί χωρίς αλλαγή ο κόσμος είναι καταδικασμένος σε μαρασμό και σε θάνατο. Κι όπως έλεγε ο Εντγκάρ Μορέν, αυτός ο σπουδαίος γάλλος φιλόσοφος: «Ο κόσμος έχει τόσες πιθανότητες να αυτοκαταστραφεί, όσες πιθανότητες έχει και για να αναγεννηθεί». Ελπίζω ότι θα ακολουθήσουμε τις πιθανότητες αναγέννησης και αναζωογόνησης, και όχι τις πιθανότητες αυτοκαταστροφής.

Κρυσταλία Πατούλη
tvxs.gr