Άνοιξη του Κώστα Καρυωτάκη
Έφτασ’ η ώρια Άνοιξη -το λεν τα χελιδόνια-
κι ο σκυθρωπός Χειμώνας εκίνησε να φύγει·
του στέλνει κείνη λούλουδα, αυτός της ρίχνει χιόνια,
και με τ’ αθώο γέλιο της τα δάκρυά του σμίγει.
Στο γαλανό παλάτι του ο Φοίβος τριγυρίζει και,
χύνοντας, αφόβιστα ολόχρυσες αχτίδες,
σ’ ό,τι στο δρόμο του βρεθεί το χρώμα του χαρίζει
κι αφήνει πίσω του χαρά και άσβεστες ελπίδες.
Τα δέντρα πρασινίσανε και γιόμισαν λουλούδια·
του πιστικού ακούγεται η γέρικη φλογέρα να
σιγολέει άφταστα κάθε πρωί τραγούδια,
και τα πουλιά να κελαηδούν τον ύμνο τους στη μέρα.
Παντού ξεχύνετ’ η χαρά. Μόνον εσύ, μικρή μου,
βλέπεις τις τόσες ομορφιές με μάτια δακρυσμένα.
Έλα να βρεις παρηγοριά στ’ ολόθερμο φιλί μου!
Επρόβαλε η Άνοιξη! Ξέχνα τα περασμένα!