Της Μαρίνας Μπαστουνοπούλου
Η μελέτη της ελληνικής χλωρίδας αν και έχει αποτελέσει αντικείμενο έρευνας πολλών μελετητών του κλάδου της φυτογεωγραφίας (π.χ βιολόγων, περιβαλλοντολόγων) τελευταία έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον τόσο των νέων αγροτών όσο και των ερασιτεχνών κηπουρών.
Σύμφωνα με πρόσφατη ερευνητική μελέτη του Αλκίμου (2012) μεταξύ των αυτοφυών φυτών και των εδαφικών ιδιοτήτων υπάρχει μια στενή σχέση, η οποία παρέχει σημαντικές πληροφορίες για την ποιότητα τους εδάφους και ως εκ τούτου για την ορθή διαχείρισή του. Όπως υποστηρίζουν, οι Φωτόπουλος και συνεργάτες (2001) τα αυτοφυή φυτά (ζιζάνια) όσο ανεπιθύμητα και αν είναι, δεν αναπτύσσονται ποτέ τυχαία. Η εξαιρετική τους αντοχή, ακόμη και απέναντι στην προσπάθεια του ανθρώπου να τα εξοντώσει, οφείλεται στην άριστη προσαρμογή τους σε κάποιες ειδικές συνθήκες (σύσταση εδάφους, υγρασία, pH κ.λ.π).
Γι’ αυτό το λόγο, η παρατήρηση των αυτοφυών ειδών και οι βασικές γνώσεις αυτών μπορούν να δώσουν σημαντικές πληροφορίες. Ενδεικτικά, αναφέρεται ότι ο παρατηρητικός γεωργός μπορεί με τη βοήθεια των αγριόχορτων που φυτρώνουν στα χωράφια του να αναγνωρίσει εγκαίρως καταστάσεις από ελλείψεις ή πλεονάσματα θρεπτικών στοιχείων στο έδαφος και να ελέγξει παράλληλα την καταλληλότητα των φυτών που καλλιεργεί σε μια συγκεκριμένη τοποθεσία.
Μια κατηγορία φυτών που μπορούν να λάβουν υπόψη τους οι γεωργοί και οι κηπουροί σαν δείκτες της ποιότητας του εδάφους, είναι τα ασβεστόφιλα (calcicoles) και στα ασβεστόφοβα (calcifuges) φυτά. Tα πρώτα χαρακτηρίζονται τυπικά της χλωρίδας των ασβεστούχων εδαφών, ενώ τα δεύτερα αναπτύσσονται σε εδάφη όξινα, πτωχά σε ασβέστιο (Ca).
Το θέμα της ασβεστοφίλιας και της ασβεστοφοβίας δεν συνδέεται μόνο με το ποσό του ασβεστίου. Τα ασβεστούχα εδάφη έχουν υψηλότερο pH και ως εκ τούτου περισσότερα ανθρακικά ιόντα. Επίσης, είναι πλουσιότερα, σε θρεπτικά στοιχεία, η δραστηριότητα των μικροοργανισμών (αζωτοβακτήρια και βακτήρια νιτροποίησης) είναι εντονότερη, αλλά τα επίπεδα του φωσφόρου χαμηλότερα. Ενδεικτικά, ασβεστόφιλα φυτά είναι η μηδική, η καλέντουλα, η φασκομηλιά, ο αγριοβίκος και η παπαρούνα.
agronomist.gr