Ούτε όταν κάποιος είναι νέος να αργεί να φιλοσοφεί ούτε και όταν φτάσει στα γηρατειά να λυπάται τον κόπο να φιλοσοφεί.
Γιατί κανείς δεν είναι άωρος ούτε πάρωρος για εκείνο που κάνει την ψυχή να υγιαίνει. Όποιος λέει ότι ακόμη δεν είναι καιρός ή ότι πέρασε ο καιρός για να φιλοσοφεί, μοιάζει μ’ αυτόν που λέει πως δεν ήρθε ή ότι πέρασε ο καιρός για την ευδαιμονία.
Επομένως πρέπει να φιλοσοφεί και ο νέος και ο γέρος. Ο νέος για να είναι νέος μαζί και γέρος λόγω της αφοβίας για εκείνα που θα έρθουν, ο γέρος για να παραμένει νέος με την ανάμνηση των αγαθών που χάρηκε.
Πρέπει, λοιπόν, να μελετήσουμε όσα κάνουν την ευδαιμονία, γιατί όταν αυτή την έχουμε, τα έχουμε όλα, όταν πάλι τη στερηθούμε, κάνουμε τα πάντα για να την αποκτήσουμε.
Όσα συνεχώς σου παράγγελνα αυτά και να τα κάνεις και να τα μελετάς, θεωρώντας τα στοιχεία της σωστής ζωής. Πρώτα πρώτα τον θεό να τον θεωρείς όν, άφθαρτο και μακάριο, όπως μας τον παρουσιάζει η κοινή σε όλους μας παράσταση του θεού, και να μην του φορτώνεις τίποτα ξένο προς την αφθαρσία του και αταίριαστο στη μακαριότητά του. Αντίθετα να φρονείς γι’ αυτόν κάθε τι που μπορεί να διαφυλάξει τη μακαριότητα και την αφθαρσία του. Διότι οι θεοί υπάρχουν, εφ’ όσον η γνώση που έχουμε γι’ αυτούς είναι ολοκάθαρη. Δεν είναι όμως τέτοιοι όπως τους φαντάζεται ο περισσότερος κόσμος. Διότι δεν κρατά ακέραιη την αρχική παράσταση για τους θεούς. Ασεβής δεν είναι εκείνος που δεν παραδέχεται τους θεούς πολλών, αλλά εκείνος που αποδίδει στους θεούς τις δοξασίες των πολλών. Ό,τι φρονούν οι πολλοί για τους θεούς δεν είναι γνώση αλλά προλήψεις, από όπου, στους κακούς προκαλούνται από τους θεούς οι μεγαλύτερες βλάβες και οι ωφέλειες στους καλούς. Γιατί επειδή οι άνθρωποι είναι εξοικειωμένοι με τις δικές τους αρετές αποδέχονται όλους τους όμοιους και θεωρούν ξένο κάθε τι που δεν είναι τέτοιο.
Κοίταξε να συνηθίσεις με την ιδέα πως ο θάνατος δεν είναι τίποτα για εμάς, επειδή κάθε καλό και κάθε κακό βρίσκεται στην αίσθηση, ενώ ο θάνατος είναι να στερηθείς την αίσθηση. Γι’ αυτό η σωστή γνώση πως ο θάνατος δεν σημαίνει τίποτα για εμάς, κάνει να χαρούμε την πρόσκαιρη ζωή μας, όχι επειδή μας φορτώνει ατελείωτα χρόνια, αλλά επειδή μας αφαιρεί τον κόπο της αθανασίας. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα φοβερό στη ζωή του ανθρώπου αν έχει καταλάβει ότι δεν υπάρχει τίποτα φοβερό γι’ αυτόν που παύει να ζει.
Επομένως, ανόητος είναι εκείνος ο οποίος λέει ότι φοβάται το θάνατο όχι γιατί θα τον κάνει να υποφέρει όταν θα έρθει αλλά γιατί τον στενοχωρεί το ότι θα έρθει. Γιατί εκείνο που δεν μας ενοχλεί όταν είναι μπροστά μας, άδικα μας στενοχωρεί όταν το περιμένουμε. Το πιο φρικιαστικό, λοιπόν, από τα κακά, ο θάνατος, δεν είναι τίποτα για εμάς, γιατί ακριβώς, όταν εμείς υπάρχουμε, ο θάνατος δεν υπάρχει. Όταν όμως ο θάνατος είναι παρών τότε εμείς δεν υπάρχουμε. Επομένως, ούτε με τους ζωντανούς έχει σχέση ούτε με τους πεθαμένους, γιατί ακριβώς για τους ζωντανούς δεν υπάρχει (ο θάνατος), οι δε πεθαμένοι δεν υπάρχουν (όταν έλθει). Ο πολύς όμως κόσμος άλλοτε αποφεύγει τον θάνατο σα μέγιστο κακό, κι άλλοτε τον επιδιώκει σαν ανάπαυση των δυσκολιών της ζωής. Ο σοφός όμως ούτε εγκαταλείπει τη ζωή, ούτε φοβάται το να μη ζει, γιατί δεν θεωρεί κακό το να μη ζει ούτε του είναι πόθος το να ζει. Γιατί όπως φαγητό δεν διαλέγει το περισσότερο, αλλά το πιο νόστιμο, έτσι και στη ζωή δεν ζητάει τον περισσότερο χρόνο, αλλά τον πιο ευχάριστο. Αυτός δε που παραγγέλει στον νέο να ζει καλά, ενώ τον γέροντα να έχει καλά γεράματα είναι ανόητος, όχι μόνο γιατί η ζωή έχει τις χάρες της αλλά και γιατί αυτές είναι η μελέτη του να ζει κανείς καλά και να πεθαίνει καλά.
Αλλά πολύ χειρότερος είναι και εκείνος που λέει:
καλό είναι να μην γεννηθεί ο άνθρωπος, αφού όμως γεννήθηκε να περάσει τις πύλες του Άδη όσο μπορεί γρηγορότερα.
Γιατί αν αυτό το λέει επειδή το πιστεύει, πως λοιπόν δεν φεύγει από τη ζωή; γιατί αυτό του είναι εύκολο, εάν βέβαια το έχει πάρει απόφαση. Εάν όμως το λέει κοροϊδεύοντας, είναι απερίσκεπτος σε πράγματα που δεν επιδέχονται αστεία. Πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι το μέλλον ούτε είναι εξ ολοκλήρου δικό μας, ούτε δεν είναι. Ώστε να μην περιμένουμε ότι σίγουρα θα είναι δικό μας, ούτε εξ ολοκλήρου να απελπιζόμαστε ότι δεν θα είναι.
Θα πρέπει να αναλογιστούμε και ότι από τις επιθυμίες, άλλες είναι φυσικές και άλλες μάταιες και από τις φυσικές άλλες είναι αναγκαίες και άλλες μονάχα φυσικές. Από τις αναγκαίες επιθυμίες, άλλες είναι απαραίτητες για την ευδαιμονία, άλλες για την ανάπαυση του σώματος και άλλες για την ίδια τη ζωή. Η χωρίς πλάνη μελέτη αυτών μας οδηγεί στο να ανάγουμε κάθε προτίμηση και κάθε αποφυγή στην υγεία του σώματος και στην αταραξία της ψυχής, εφ’ όσον αυτός είναι ο σκοπός της μακάριας ζωής. Γιατί όλα γι’ αυτό τα κάνουμε, για να μην πονάμε και για να μην ταραζόμαστε. Άπαξ και τούτο διασφαλιστεί για εμάς, γαληνεύει η βαρυχειμωνιά της ψυχής, διότι ο άνθρωπος δεν έχει πια ανάγκη να τρέξει να κυνηγήσει κάτι για να συμπληρώσει την ευεξία της ψυχής και του σώματος. Γιατί τότε μόνο χρειαζόμαστε την ηδονή, όταν υποφέρουμε από τη στέρησή της. Όταν όμως δεν υποφέρουμε, δεν χρειαζόμαστε πια την ηδονή.
Και για τούτο θεωρούμε την ηδονή και αρχή και τέλος της μακάριας ζωής. Γιατί αυτήν αναγνωρίζουμε σαν πρώτο αγαθό σύμφυτο μ’ εμάς, και από αυτήν ξεκινά κάθε προτίμηση και αποφυγή και σ’ αυτήν καταλήγουμε, έχοντας το συναίσθημα σαν κανόνα για να κρίνουμε κάθε αγαθό. Και επειδή αυτή είναι το πρώτο και έμφυτο αγαθό, γι’ αυτό και δεν επιδιώκουμε κάθε ηδονή, αλλά μερικές φορές πολλές ηδονές τις ξεπερνούμε, όταν από αυτές μας προκύπτουν μεγαλύτερες ενοχλήσεις. Κατά τον ίδιο τρόπο, πολλούς πόνους τους θεωρούμε ανώτερους από πολλές ηδονές, εφ’ όσον ακολουθεί μεγαλύτερη ηδονή, όταν υπομείνουμε πολύ χρόνο τους πόνους. Κάθε ηδονή, λοιπόν, επειδή έχει συγγενική φύση με εμάς είναι καλό, δεν προτιμάται όμως κάθε ηδονή. Όπως ακριβώς κάθε πόνος είναι κακό, όμως από τη φύση του δεν είναι αποφευκτός κάθε πόνος. Όλα όμως αυτά επιβάλλεται να κριθούν με συγκριτική μεταξύ τους κλίμακα και προσεχτικό καταλογισμό του τι είναι από τα συμφέροντα και του τι δεν είναι. Γιατί μερικές φορές χρησιμοποιούμε το μεν αγαθό σαν κακό, το δε κακό αντίθετα σαν καλό.
Και την αυτάρκεια τη θεωρούμε μεγάλο αγαθό όχι για να χρησιμοποιούμε πάντοτε τα λίγα, αλλά για να αρκούμαστε στα λίγα αν δεν έχουμε πολλά, με πλήρη πεποίθηση ότι με μεγάλη ευχαρίστηση απολαμβάνουν την πολυτέλεια αυτοί που την έχουν ελάχιστα ανάγκη και ότι κάθε τι φυσικό είναι ευκολοπόριστο, ενώ το περιττό δυσκολοπόριστο. Και τα λιτά γεύματα δίνουν την ίδια ευχαρίστηση με τα πολυτελή δείπνα εφ’ όσον εξαλείφουν τελείως όλο τον πόνο που προέρχεται από την έλλειψη. Και το ψωμί και το νερό προκαλούν τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση, εφ’ όσον τα παίρνει κάποιος όταν τα έχει ανάγκη. Το να συνηθίζει κανείς σε απλή και όχι πολυτελή διατροφή και στην υγεία του είναι ωφέλιμο και στις αναγκαίες του βίου ενασχολήσεις ακούραστο τον κάνει και όταν, λοιπόν, κατά διαστήματα καταλήγουμε σε πολυδάπανες δίαιτες, τις απολαμβάνουμε καλύτερα και απέναντι στις μεταπτώσεις της τύχης μας κάνει άφοβους. Όταν, λοιπόν, λέμε ότι η ηδονή είναι σκοπός της ζωής, δεν εννοούμε τις ηδονές των ασώτων ή αυτές των απολαύσεων, όπως μερικοί που αγνοούν ή δεν παραδέχονται ή (είναι) κακώς πληροφορημένοι θεωρούν, αλλά το να μην πονάει κανείς στο σώμα ούτε να ταράσσεται στην ψυχή. Γιατί δεν είναι τα μεθύσια και οι αδιάκοπες διασκεδάσεις ούτε οι απολαύσεις αγοριών και γυναικών, ούτε ψαριών και των άλλων όσα προσφέρει ένα πολυτελές τραπέζι, εκείνα που γεννούν την ευχάριστη ζωή, αλλά ο νηφάλιος λογισμός που ερευνά στο βάθος τις αιτίες για κάθε προτίμηση ή αποφυγή, και που διώχνει τις δοξασίες από τις οποίες μεγάλη ταραχή κυριεύει τις ψυχές.
Αρχή όλων αυτών και το μέγιστο αγαθό είναι η φρόνηση. Γι’ αυτό και πολυτιμότερο από τη φιλοσοφία είναι η φρόνηση, διότι απ’ αυτήν όλες οι υπόλοιπες αρετές έχουν βγει, και επειδή διδάσκει ότι δεν είναι δυνατόν να ζει κανείς ευχάριστα, χωρίς να ζει φρόνιμα και ηθικά και δίκαια, ούτε είναι δυνατόν να ζει κανείς φρόνιμα και ηθικά και δίκαια χωρίς να ζει ευχάριστα. Γιατί οι αρετές έχουν φυτρώσει από την ίδια ρίζα με την ευχάριστη ζωή και η ευχάριστη ζωή είναι αχώριστη από αυτές.
Γιατί ποιος νομίζεις ότι είναι ανώτερος από αυτόν που έχει σωστές απόψεις για τον θεό και ο οποίος έχει λυτρωθεί τελείως από το φόβο του θανάτου και ο οποίος έχει συνειδητοποιήσει το σκοπό που έθεσε η φύση και ο οποίος πιστεύει πόσο εύκολα μπορεί να αναζητηθεί και να επιτευχθεί το ύψιστο αγαθό και πόσο η διάρκεια ή η ένταση των δεινών είναι σύντομη; Την δε ειμαρμένη του προτείνουν μερικοί ως κυρίαρχο των πάντων, πόσο αυτός κοροϊδεύει βεβαιώνοντας ότι μερικά κατ’ ανάγκη συμβαίνουν, άλλα κατά τύχη κι άλλα από εμάς, επειδή βλέπει ότι η μεν ανάγκη είναι ανεύθυνη η δε τύχη άστατη, η δική μας όμως δραστηριότητα είναι ελεύθερη, γι’ αυτό από τη φύση του είναι να υπόκειται σε μομφή ή να επαινείται, γιατί είναι προτιμότερο να ακολουθούμε το μύθο και τους θεούς παρά να υποτασσόμαστε στην ειμαρμένη των φυσικών φιλοσόφων. Γιατί ο μύθος για τους θεούς αφήνει να διαφαίνεται κάποια ελπίδα εξιλέωσης με τη μεσολάβηση της τιμής προς τους θεούς. Η ειμαρμένη εμφανίζει την ανάγκη να μη γνωρίζει εξιλέωση. Την τύχη ούτε θεό την θεωρεί, όπως την θεωρούν οι πολλοί, γιατί από τον θεό τίποτα δεν γίνεται άτακτα, ούτε την θεωρεί αβέβαιη έστω αιτία, γιατί δεν πιστεύει ότι από αυτή παρέχεται το αγαθό ή το κακό για την μακαριότητα των ανθρώπων, παρ’ όλο που δημιουργεί την αφετηρία για μεγάλα αγαθά ή κακά. Πιστεύει, λοιπόν, ότι είναι καλύτερο να ατυχήσει κανείς μετά από σωστή σκέψη, παρά να ευτυχήσει παράλογα. Διότι είναι καλύτερο στις πράξεις των ανθρώπων εκείνο που σωστά επιλέχθηκε να αποτύχει, παρά εκείνο που κακώς επιλέχθηκε να πετύχει λόγω τύχης.
Να μελετάς, λοιπόν, αυτά τα συγγενικά με αυτά, μέρα και νύχτα μόνος σου ή μαζί με όμοιον με σένα και ποτέ ούτε στον ύπνο σου ούτε στον ξύπνιο σου θα διαταραχθείς, θα ζήσεις δε σαν θεός μεταξύ των ανθρώπων. Γιατί δεν μοιάζει καθόλου με θνητό ζώο ο άνθρωπος που ζει ανάμεσα σε αθάνατα αγαθά.
Πηγή:
reocities.com/
antikleidi.com
Γιατί κανείς δεν είναι άωρος ούτε πάρωρος για εκείνο που κάνει την ψυχή να υγιαίνει. Όποιος λέει ότι ακόμη δεν είναι καιρός ή ότι πέρασε ο καιρός για να φιλοσοφεί, μοιάζει μ’ αυτόν που λέει πως δεν ήρθε ή ότι πέρασε ο καιρός για την ευδαιμονία.
Επομένως πρέπει να φιλοσοφεί και ο νέος και ο γέρος. Ο νέος για να είναι νέος μαζί και γέρος λόγω της αφοβίας για εκείνα που θα έρθουν, ο γέρος για να παραμένει νέος με την ανάμνηση των αγαθών που χάρηκε.
Πρέπει, λοιπόν, να μελετήσουμε όσα κάνουν την ευδαιμονία, γιατί όταν αυτή την έχουμε, τα έχουμε όλα, όταν πάλι τη στερηθούμε, κάνουμε τα πάντα για να την αποκτήσουμε.
Όσα συνεχώς σου παράγγελνα αυτά και να τα κάνεις και να τα μελετάς, θεωρώντας τα στοιχεία της σωστής ζωής. Πρώτα πρώτα τον θεό να τον θεωρείς όν, άφθαρτο και μακάριο, όπως μας τον παρουσιάζει η κοινή σε όλους μας παράσταση του θεού, και να μην του φορτώνεις τίποτα ξένο προς την αφθαρσία του και αταίριαστο στη μακαριότητά του. Αντίθετα να φρονείς γι’ αυτόν κάθε τι που μπορεί να διαφυλάξει τη μακαριότητα και την αφθαρσία του. Διότι οι θεοί υπάρχουν, εφ’ όσον η γνώση που έχουμε γι’ αυτούς είναι ολοκάθαρη. Δεν είναι όμως τέτοιοι όπως τους φαντάζεται ο περισσότερος κόσμος. Διότι δεν κρατά ακέραιη την αρχική παράσταση για τους θεούς. Ασεβής δεν είναι εκείνος που δεν παραδέχεται τους θεούς πολλών, αλλά εκείνος που αποδίδει στους θεούς τις δοξασίες των πολλών. Ό,τι φρονούν οι πολλοί για τους θεούς δεν είναι γνώση αλλά προλήψεις, από όπου, στους κακούς προκαλούνται από τους θεούς οι μεγαλύτερες βλάβες και οι ωφέλειες στους καλούς. Γιατί επειδή οι άνθρωποι είναι εξοικειωμένοι με τις δικές τους αρετές αποδέχονται όλους τους όμοιους και θεωρούν ξένο κάθε τι που δεν είναι τέτοιο.
Κοίταξε να συνηθίσεις με την ιδέα πως ο θάνατος δεν είναι τίποτα για εμάς, επειδή κάθε καλό και κάθε κακό βρίσκεται στην αίσθηση, ενώ ο θάνατος είναι να στερηθείς την αίσθηση. Γι’ αυτό η σωστή γνώση πως ο θάνατος δεν σημαίνει τίποτα για εμάς, κάνει να χαρούμε την πρόσκαιρη ζωή μας, όχι επειδή μας φορτώνει ατελείωτα χρόνια, αλλά επειδή μας αφαιρεί τον κόπο της αθανασίας. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα φοβερό στη ζωή του ανθρώπου αν έχει καταλάβει ότι δεν υπάρχει τίποτα φοβερό γι’ αυτόν που παύει να ζει.
Επομένως, ανόητος είναι εκείνος ο οποίος λέει ότι φοβάται το θάνατο όχι γιατί θα τον κάνει να υποφέρει όταν θα έρθει αλλά γιατί τον στενοχωρεί το ότι θα έρθει. Γιατί εκείνο που δεν μας ενοχλεί όταν είναι μπροστά μας, άδικα μας στενοχωρεί όταν το περιμένουμε. Το πιο φρικιαστικό, λοιπόν, από τα κακά, ο θάνατος, δεν είναι τίποτα για εμάς, γιατί ακριβώς, όταν εμείς υπάρχουμε, ο θάνατος δεν υπάρχει. Όταν όμως ο θάνατος είναι παρών τότε εμείς δεν υπάρχουμε. Επομένως, ούτε με τους ζωντανούς έχει σχέση ούτε με τους πεθαμένους, γιατί ακριβώς για τους ζωντανούς δεν υπάρχει (ο θάνατος), οι δε πεθαμένοι δεν υπάρχουν (όταν έλθει). Ο πολύς όμως κόσμος άλλοτε αποφεύγει τον θάνατο σα μέγιστο κακό, κι άλλοτε τον επιδιώκει σαν ανάπαυση των δυσκολιών της ζωής. Ο σοφός όμως ούτε εγκαταλείπει τη ζωή, ούτε φοβάται το να μη ζει, γιατί δεν θεωρεί κακό το να μη ζει ούτε του είναι πόθος το να ζει. Γιατί όπως φαγητό δεν διαλέγει το περισσότερο, αλλά το πιο νόστιμο, έτσι και στη ζωή δεν ζητάει τον περισσότερο χρόνο, αλλά τον πιο ευχάριστο. Αυτός δε που παραγγέλει στον νέο να ζει καλά, ενώ τον γέροντα να έχει καλά γεράματα είναι ανόητος, όχι μόνο γιατί η ζωή έχει τις χάρες της αλλά και γιατί αυτές είναι η μελέτη του να ζει κανείς καλά και να πεθαίνει καλά.
Αλλά πολύ χειρότερος είναι και εκείνος που λέει:
καλό είναι να μην γεννηθεί ο άνθρωπος, αφού όμως γεννήθηκε να περάσει τις πύλες του Άδη όσο μπορεί γρηγορότερα.
Γιατί αν αυτό το λέει επειδή το πιστεύει, πως λοιπόν δεν φεύγει από τη ζωή; γιατί αυτό του είναι εύκολο, εάν βέβαια το έχει πάρει απόφαση. Εάν όμως το λέει κοροϊδεύοντας, είναι απερίσκεπτος σε πράγματα που δεν επιδέχονται αστεία. Πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι το μέλλον ούτε είναι εξ ολοκλήρου δικό μας, ούτε δεν είναι. Ώστε να μην περιμένουμε ότι σίγουρα θα είναι δικό μας, ούτε εξ ολοκλήρου να απελπιζόμαστε ότι δεν θα είναι.
Θα πρέπει να αναλογιστούμε και ότι από τις επιθυμίες, άλλες είναι φυσικές και άλλες μάταιες και από τις φυσικές άλλες είναι αναγκαίες και άλλες μονάχα φυσικές. Από τις αναγκαίες επιθυμίες, άλλες είναι απαραίτητες για την ευδαιμονία, άλλες για την ανάπαυση του σώματος και άλλες για την ίδια τη ζωή. Η χωρίς πλάνη μελέτη αυτών μας οδηγεί στο να ανάγουμε κάθε προτίμηση και κάθε αποφυγή στην υγεία του σώματος και στην αταραξία της ψυχής, εφ’ όσον αυτός είναι ο σκοπός της μακάριας ζωής. Γιατί όλα γι’ αυτό τα κάνουμε, για να μην πονάμε και για να μην ταραζόμαστε. Άπαξ και τούτο διασφαλιστεί για εμάς, γαληνεύει η βαρυχειμωνιά της ψυχής, διότι ο άνθρωπος δεν έχει πια ανάγκη να τρέξει να κυνηγήσει κάτι για να συμπληρώσει την ευεξία της ψυχής και του σώματος. Γιατί τότε μόνο χρειαζόμαστε την ηδονή, όταν υποφέρουμε από τη στέρησή της. Όταν όμως δεν υποφέρουμε, δεν χρειαζόμαστε πια την ηδονή.
Και για τούτο θεωρούμε την ηδονή και αρχή και τέλος της μακάριας ζωής. Γιατί αυτήν αναγνωρίζουμε σαν πρώτο αγαθό σύμφυτο μ’ εμάς, και από αυτήν ξεκινά κάθε προτίμηση και αποφυγή και σ’ αυτήν καταλήγουμε, έχοντας το συναίσθημα σαν κανόνα για να κρίνουμε κάθε αγαθό. Και επειδή αυτή είναι το πρώτο και έμφυτο αγαθό, γι’ αυτό και δεν επιδιώκουμε κάθε ηδονή, αλλά μερικές φορές πολλές ηδονές τις ξεπερνούμε, όταν από αυτές μας προκύπτουν μεγαλύτερες ενοχλήσεις. Κατά τον ίδιο τρόπο, πολλούς πόνους τους θεωρούμε ανώτερους από πολλές ηδονές, εφ’ όσον ακολουθεί μεγαλύτερη ηδονή, όταν υπομείνουμε πολύ χρόνο τους πόνους. Κάθε ηδονή, λοιπόν, επειδή έχει συγγενική φύση με εμάς είναι καλό, δεν προτιμάται όμως κάθε ηδονή. Όπως ακριβώς κάθε πόνος είναι κακό, όμως από τη φύση του δεν είναι αποφευκτός κάθε πόνος. Όλα όμως αυτά επιβάλλεται να κριθούν με συγκριτική μεταξύ τους κλίμακα και προσεχτικό καταλογισμό του τι είναι από τα συμφέροντα και του τι δεν είναι. Γιατί μερικές φορές χρησιμοποιούμε το μεν αγαθό σαν κακό, το δε κακό αντίθετα σαν καλό.
Και την αυτάρκεια τη θεωρούμε μεγάλο αγαθό όχι για να χρησιμοποιούμε πάντοτε τα λίγα, αλλά για να αρκούμαστε στα λίγα αν δεν έχουμε πολλά, με πλήρη πεποίθηση ότι με μεγάλη ευχαρίστηση απολαμβάνουν την πολυτέλεια αυτοί που την έχουν ελάχιστα ανάγκη και ότι κάθε τι φυσικό είναι ευκολοπόριστο, ενώ το περιττό δυσκολοπόριστο. Και τα λιτά γεύματα δίνουν την ίδια ευχαρίστηση με τα πολυτελή δείπνα εφ’ όσον εξαλείφουν τελείως όλο τον πόνο που προέρχεται από την έλλειψη. Και το ψωμί και το νερό προκαλούν τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση, εφ’ όσον τα παίρνει κάποιος όταν τα έχει ανάγκη. Το να συνηθίζει κανείς σε απλή και όχι πολυτελή διατροφή και στην υγεία του είναι ωφέλιμο και στις αναγκαίες του βίου ενασχολήσεις ακούραστο τον κάνει και όταν, λοιπόν, κατά διαστήματα καταλήγουμε σε πολυδάπανες δίαιτες, τις απολαμβάνουμε καλύτερα και απέναντι στις μεταπτώσεις της τύχης μας κάνει άφοβους. Όταν, λοιπόν, λέμε ότι η ηδονή είναι σκοπός της ζωής, δεν εννοούμε τις ηδονές των ασώτων ή αυτές των απολαύσεων, όπως μερικοί που αγνοούν ή δεν παραδέχονται ή (είναι) κακώς πληροφορημένοι θεωρούν, αλλά το να μην πονάει κανείς στο σώμα ούτε να ταράσσεται στην ψυχή. Γιατί δεν είναι τα μεθύσια και οι αδιάκοπες διασκεδάσεις ούτε οι απολαύσεις αγοριών και γυναικών, ούτε ψαριών και των άλλων όσα προσφέρει ένα πολυτελές τραπέζι, εκείνα που γεννούν την ευχάριστη ζωή, αλλά ο νηφάλιος λογισμός που ερευνά στο βάθος τις αιτίες για κάθε προτίμηση ή αποφυγή, και που διώχνει τις δοξασίες από τις οποίες μεγάλη ταραχή κυριεύει τις ψυχές.
Αρχή όλων αυτών και το μέγιστο αγαθό είναι η φρόνηση. Γι’ αυτό και πολυτιμότερο από τη φιλοσοφία είναι η φρόνηση, διότι απ’ αυτήν όλες οι υπόλοιπες αρετές έχουν βγει, και επειδή διδάσκει ότι δεν είναι δυνατόν να ζει κανείς ευχάριστα, χωρίς να ζει φρόνιμα και ηθικά και δίκαια, ούτε είναι δυνατόν να ζει κανείς φρόνιμα και ηθικά και δίκαια χωρίς να ζει ευχάριστα. Γιατί οι αρετές έχουν φυτρώσει από την ίδια ρίζα με την ευχάριστη ζωή και η ευχάριστη ζωή είναι αχώριστη από αυτές.
Γιατί ποιος νομίζεις ότι είναι ανώτερος από αυτόν που έχει σωστές απόψεις για τον θεό και ο οποίος έχει λυτρωθεί τελείως από το φόβο του θανάτου και ο οποίος έχει συνειδητοποιήσει το σκοπό που έθεσε η φύση και ο οποίος πιστεύει πόσο εύκολα μπορεί να αναζητηθεί και να επιτευχθεί το ύψιστο αγαθό και πόσο η διάρκεια ή η ένταση των δεινών είναι σύντομη; Την δε ειμαρμένη του προτείνουν μερικοί ως κυρίαρχο των πάντων, πόσο αυτός κοροϊδεύει βεβαιώνοντας ότι μερικά κατ’ ανάγκη συμβαίνουν, άλλα κατά τύχη κι άλλα από εμάς, επειδή βλέπει ότι η μεν ανάγκη είναι ανεύθυνη η δε τύχη άστατη, η δική μας όμως δραστηριότητα είναι ελεύθερη, γι’ αυτό από τη φύση του είναι να υπόκειται σε μομφή ή να επαινείται, γιατί είναι προτιμότερο να ακολουθούμε το μύθο και τους θεούς παρά να υποτασσόμαστε στην ειμαρμένη των φυσικών φιλοσόφων. Γιατί ο μύθος για τους θεούς αφήνει να διαφαίνεται κάποια ελπίδα εξιλέωσης με τη μεσολάβηση της τιμής προς τους θεούς. Η ειμαρμένη εμφανίζει την ανάγκη να μη γνωρίζει εξιλέωση. Την τύχη ούτε θεό την θεωρεί, όπως την θεωρούν οι πολλοί, γιατί από τον θεό τίποτα δεν γίνεται άτακτα, ούτε την θεωρεί αβέβαιη έστω αιτία, γιατί δεν πιστεύει ότι από αυτή παρέχεται το αγαθό ή το κακό για την μακαριότητα των ανθρώπων, παρ’ όλο που δημιουργεί την αφετηρία για μεγάλα αγαθά ή κακά. Πιστεύει, λοιπόν, ότι είναι καλύτερο να ατυχήσει κανείς μετά από σωστή σκέψη, παρά να ευτυχήσει παράλογα. Διότι είναι καλύτερο στις πράξεις των ανθρώπων εκείνο που σωστά επιλέχθηκε να αποτύχει, παρά εκείνο που κακώς επιλέχθηκε να πετύχει λόγω τύχης.
Να μελετάς, λοιπόν, αυτά τα συγγενικά με αυτά, μέρα και νύχτα μόνος σου ή μαζί με όμοιον με σένα και ποτέ ούτε στον ύπνο σου ούτε στον ξύπνιο σου θα διαταραχθείς, θα ζήσεις δε σαν θεός μεταξύ των ανθρώπων. Γιατί δεν μοιάζει καθόλου με θνητό ζώο ο άνθρωπος που ζει ανάμεσα σε αθάνατα αγαθά.
Πηγή:
reocities.com/
antikleidi.com