Σήμερα πολλοί αγρότες βρίσκουν δυσκολίες στο να τα βγάλουν πέρα. Τα αγροκτήματα είναι μικρές επιχειρήσεις, συνεπώς, δεν έχουν ουσιαστικά καμιά αγοραστική ισχύ σε ότι αφορά την πώληση των προϊόντων τους σε τεράστιες εταιρίες, όπως οι επεξεργαστές τροφίμων και τα σουπερμάρκετ. Όταν οι καιροί δυσκολεύουν, το εισόδημα των αγροτών είναι εκείνο που μειώνεται.
Οι περισσότεροι απ’αυτούς που ασκούν οργανική γεωργία, απεχθάνονται επίσης να πωλούν τα προϊόντα τους μέσω σουπερμάρκετ για ηθικούς λόγους. Τα σουπερμάρκετ επιμένουν στην υπερβολική συσκευασία και απαιτούν υψηλά διακοσμητικά στάνταρντ, πράγμα που μπορεί να σημαίνει ότι το 50% του προϊόντος πετάγεται επειδή δεν καλύπτει αυτές τις απαιτήσεις. Επίσης, τα προϊόντα τους που τελικά πωλούνται μπορεί να μεταφέρονται σε αποστάσεις εκατοντάδων χιλιομέτρων αντί να στέλνονται προς πώληση στο τοπικό παράρτημα κανά δυο χλμ μακριά από το αγρόκτημα όπου καλλιεργήθηκαν. Τρόφιμα που υφίστανται τέτοια αντιμετώπιση, δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν οργανικά.
Στο μεταξύ υπάρχουν πολλοί άνθρωποι, στις πόλεις και αλλού, που δεν έχουν τη δυνατότητα να καλλιεργούν την τροφή τους, αλλά θα ήθελαν να είναι σε θέση να αγοράζουν τροφή την οποία μπορούν να εμπιστευτούν σε τιμή που να είναι προσιτή. Τα οργανικά τρόφιμα είναι ακριβά στα σουπερμάρκετ και κανένας χαρακτηρισμός δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη γνώση από πρώτο χέρι της προέλευσης της τροφής μας.
Τα προγράμματα κιβωτίων λαχανικών (veggie box schemes) είναι ένας απλός τρόπος σύνδεσης των αγροτών με τους καταναλωτές. Κάθε καταναλωτής συμφωνεί να αγοράσει ένα κιβώτιο προϊόντων μια φορά την εβδομάδα με στάνταρντ τιμή. Σχηματίζονται δεκαμελείς ομάδες παράδοσης. Οι αγρότες παραδίδουν όλα τα κιβώτια σε ένα μέλος κάθε ομάδας και οι υπόλοιποι καταναλωτές παραλαμβάνουν το δικό τους κιβώτιο από αυτό το άτομο. Τα προγράμματα αυτά συνήθως αφορούν μόνο λαχανικά αλλά μπορούν να συμπεριλάβουν και άλλα προϊόντα όπως αλεύρι, ζυμαρικά κ.α.
Με αυτόν τον τρόπο οι αγρότες έχουν εξασφαλισμένη διάθεση σε τιμή λίγο παραπάνω από την τιμή χονδρικής, ενώ οι καταναλωτές προμηθεύονται τρόφιμα, τα οποία μπορούν να εμπιστεύονται, περίπου στην ίδια τιμή που θα πλήρωναν για μη βιολογικά τρόφιμα στα καταστήματα. Οι μεταφορές ελαχιστοποιούνται και κάθε συσκευασία μπορεί να επιστραφεί. Οι καταναλωτές συνήθως ενθαρρύνονται να επισκεφτούν τα αγροκτήματα για να δουν τι συμβαίνει εκεί και μερικές φορές οργανώνονται και κοινωνικές εκδηλώσεις.
Η κίνηση για τη σύνδεση καταναλωτών και αγροτών ξεκίνησε στην Ιαπωνία όπου μισό εκατομμύριο άνθρωποι είναι τώρα συμμετέχοντες. Έχει απλωθεί στη Βόρεια Αμερική και σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ισπανία και η Βρετανία, όπου αυξάνεται ταχέως. (Και στην Ελλάδα πλέον)
(απόσπασμα από το βιβλίο "Permaculture με λίγα λόγια" του Patrick Whitefield, εκδόσεις "Λευκό Κυπαρίσσι"
Πηγή