“Έζησα πλούσια και γεμάτη ζωή και όχι διεκπεραιωτική. ”
Η Μαρία Ευθυμίου είναι μία σημαντική δασκάλα της Ιστορίας.
Διδάσκει Ιστορία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σπούδασε Ιστορία στην Αθήνα και στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, στο Παρίσι.
Έχει συγγράψει και επιμεληθεί βιβλία Ιστορίας καθώς και περί τα εξήντα άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά. Τον Δεκέμβριο του 2013 τιμήθηκε με το “Βραβείο Εξαίρετης Πανεπιστημιακής Διδασκαλίας Βασίλης Ξανθόπουλος – Στέφανος Πνευματικός”.
Ακολουθεί απόσπασμα συνέντευξής της στον Γιάννη Πανταζόπουλο
Γεννήθηκα στη Λάρισα το 1955. Μεγάλωσα σ’ ένα περιβάλλον που μου πρόσφερε πολλά ερεθίσματα. Ο πατέρας μου ήταν φιλόλογος, αλλά εργαζόταν ως ταχυδρομικός υπάλληλος. Φιλομαθής, βιβλιοφάγος, έτρεφε μεγάλη αγάπη για τη λογοτεχνία και τα αρχαία ελληνικά κι ήταν ένας άνθρωπος που, λόγω της εργασίας του, όργωνε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Τότε τα ταχυδρομεία ήταν ενωμένα με τα τηλέφωνα και τα τηλεγραφεία. Ήταν τα γνωστά τρία «Τ».
Η μητέρα μου ήταν δασκάλα και δίδασκε, μεταπολεμικά, σε τάξεις 120 μαθητών με θρανία στον δρόμο. Ολόγυρα έβλεπα καταστάσεις που, ως παιδί, έπρεπε να αποκωδικοποιήσω. Ζούσα σ’ ένα σπίτι με καλό, αναλογικά, επίπεδο ζωής, αλλά θυμάμαι ότι έπαιζα με φίλους που δεν είχαν παπούτσια κι αυτό, τότε, δεν προξενούσε έκπληξη, γιατί η Ελλάδα ολόκληρη ήταν φτωχή και τσακισμένη – ιδίως η Θεσσαλία που υπήρξε κατά την Κατοχή «κόκκινη» περιοχή και έζησε, εξ αυτού, πολλά βαριά. Αργότερα, σε ηλικία επτά ετών ήρθαμε στην Αθήνα. Έχασα τον πατέρα μου όταν ήμουν 13 ετών.
Όμως η μητέρα μου ήταν μια πληθωρική προσωπικότητα και φρόντισε να καλύψει το δυσαναπλήρωτο κενό. Αν και η πρόωρη απώλειά του δεν μου έγινε βαθιά πληγή, σίγουρα δεν πρόλαβα, στην εφηβεία μου, να μαλώσω μαζί του, δεν πρόλαβα να συνομιλήσω μαζί του, να τον χαρώ όσο θα ήθελα και δεν τον είχα δίπλα μου σε στιγμές που θα χαιρόταν και θα χαιρόμουν.
• Ενηλικιώθηκα σε μια εποχή που έθετε όρια. Είμαι ευτυχής που έζησα με αρχές και όρια, γιατί αυτό με βοήθησε να γίνω εσωτερικά πειθαρχημένη και οργανωμένη, άρα ελεύθερη. Γιατί ασυδοσία δεν σημαίνει ελευθερία. Απεναντίας, η ασυδοσία σε οδηγεί σε ταπεινές και αναξιοπρεπείς διαδρομές ζωής. Και είναι η δική μου η γενιά που ανέθρεψε τα παιδιά της στην ασυδοσία.
Η Ελλάδα όπου έζησα ήταν μεν φτωχή, αλλά είχε αξιοπρέπεια. Δεν θα ξεχάσω ότι όταν ήμουν παιδί, όσο φτωχά κι αν ήταν τα νοικοκυριά, οι αυλές τους και οι μάντρες τους έλαμπαν και τα πεζοδρόμια ήταν πάντα ασβεστωμένα. Σήμερα, παρατηρούμε μια άκριτη αποδοχή ερεθισμάτων από το εξωτερικό, π.χ. μουτζουρώνοντας τοίχους και μνημεία. Και δεν αναφέρομαι στις ωραίες τοιχογραφίες παρά στις μουτζούρες που καλύπτουν δημόσιες επιφάνειες, πέτρες και μάρμαρα. Μια βαρβαρότητα, μια ποταπή υποταγή στο ξένο.
• Στράφηκα στην Ιστορία από την ανάγκη μου για εσωτερική και εξωτερική παρατήρηση. Ως παιδί κρυφάκουγα όσα μου έκαναν εντύπωση. Ήταν ένα παιχνίδι η συνεχής παρατήρηση του εαυτού μου και, κατ’ επέκταση, η παρατήρηση των άλλων σε σχέση με την κοινωνία. Είχα μια απορία για όλα.
Έτσι, αποφάσισα να γίνω αποκωδικοποιητής αυτής της κοινωνίας και να ασχοληθώ με την επιστήμη της Ιστορίας. Η παρατήρηση, η αυτοανάλυση και η ετεροανάλυση, ήταν αυτή που με βοήθησε, πιστεύω, να γίνω καλύτερη μητέρα, ιστορικός, φίλη και πολίτης.
• Είναι βαρύ ότι στην κοινωνία μας περιφρονείται η έννοια της δουλειάς και της εργατικότητας. Οι συζητήσεις που κάνουμε είναι για το πότε θα πάρουμε σύνταξη. Η εργασία, όμως, είναι δημιουργία. Κι όμως, προτιμούμε την σύνταξη στα 50 κι ας σαπίζουμε στη γωνιά ενός καφενείου. Χάθηκαν πολλά στη διαδρομή της δικής μου γενιάς. Μας δόθηκε εύκολο χρήμα, μάθαμε στον εξωτερικό δανεισμό, αφεθήκαμε χωρίς να φροντίσουμε για τη δημιουργία μιας υγιούς κοινωνίας.
Τετρακόσιες χιλιάδες νέοι άνθρωποι έχουν φύγει από τη χώρα και αυτό είναι μια τεράστια ήττα για τον τόπο μας. Κι έχουμε χάσει και πολύ από το κύρος μας ως χώρα. Ακούν στο εξωτερικό τη λέξη «Έλληνας» και την ταυτίζουν με λέξεις όπως «τεμπέλης» και «ψεύτης». Και είναι επίσης βαρύ ότι οι λέξεις «greek statistics» και «kolotoumba» έχουν γίνει διεθνείς φράσεις χλευασμού και σαρκασμού.
• Εξευτελίσαμε την εκπαιδευτική λειτουργία και δημιουργήσαμε με τα εύκολα Α στο δημοτικό, 20 στο γυμνάσιο και λύκειο και 5 στο πανεπιστήμιο, ένα υπέρογκο ποσοστό «αριστούχων» και «πτυχιούχων», υποβαθμίζοντας τα πτυχία μας από το δημοτικό μέχρι και το πανεπιστήμιο. Οι σημερινοί νέοι μας έχουν εν πολλοίς μεγαλώσει με παροχές, επώνυμα ρούχα, χαλαρή και μη απαιτητική «παιδεία», σ’ ένα κλίμα ασυδοσίας που υπηρέτησε η δική μου γενιά, η γενιά των γονέων τους, και ολόκληρη η νεοελληνική μεταπολιτευτική κοινωνία.
Κι είναι αυτά ακριβώς τα παιδιά που σήμερα καλούνται να αντιμετωπίσουν την Ελλάδα της κρίσης, τη στιγμή που δεν έχουν μάθει να εργάζονται συστηματικά, να στοχεύουν, να κρίνονται, να αξιολογούνται, να αντέχουν και να αυτοπειθαρχούν. Εξού και οι δυσκολίες είναι ακόμα μεγαλύτερες.
• Σήμερα η Ελλάδα χρειάζεται έναν αναστοχασμό. Χρειαζόμαστε μια βαθύτερη εσωτερική επικοινωνία με τον εαυτό μας. Γιατί αν μας «ψεκάζουν», έχουμε θέμα. Αν όχι, τότε υπάρχει ελπίδα. Δεν μπορεί να φταίνε για όλα οι άλλοι. Βολευτήκαμε, δεν κρίνουμε ποτέ εμάς, μόνο τους άλλους. Και μάλιστα, όταν δεν έχουμε μάθει να υπερασπιζόμαστε αυτά που πιστεύουμε. Δεν υπερασπιζόμαστε την κατάφαση και τη δημιουργία, μόνο την άρνηση, την αποδόμηση και τη δυσλειτουργία. Μάθαμε να γκρεμίζουμε και όχι να χτίζουμε. Όμως πόση λοβοτομή χωράει σ’ έναν λαό; Ιδίως όταν οι καιροί δεν περιμένουν. Όταν είναι «ου μενετοί».
• Η χώρα μας πρέπει να θεμελιώσει έναν νέο αξιακό κώδικα. Να προτάξει τη δράση, τη γόνιμη διεκδίκηση, τη δημιουργικότητα, την εργασία και την αξιοπρέπεια. Απαιτείται μια στόχευση που να μας τροφοδοτεί και να μας κάνει να αισθανόμαστε χρήσιμοι στο κοινωνικό σύνολο.
Είμαι απαισιόδοξη για την πατρίδα μου, αλλά θέλω να πιστεύω ότι κάνω λάθος εκτίμηση και ότι σ’ αυτή την καθημερινή μας καταβύθιση θα μπει ένα τέλος. Είναι η κατάλληλη εποχή για να πούμε αλήθειες, και στον δημόσιο και στον προσωπικό τομέα. Να εκπαιδευτούμε, να μεριμνήσουμε και να μάθουμε να προνοούμε.
• Η ιστορία γοητεύει το ελληνικό κοινό. Το δείχνει αυτό το ευπώλητο των βιβλίων Ιστορίας σήμερα στη χώρα μας. Φαίνεται ότι στην Ελλάδα της κρίσης αναζητούμε απαντήσεις στο παρελθόν ώστε να εξηγήσουμε το παρόν. Είναι θετικό δείγμα αυτό, και αισιόδοξο. Ίσως, ως κοινωνία, είμαστε πράγματι μπροστά σε εσωτερική αλλαγή. Γιατί όλα στη ζωή μας είναι ιστορία. Μια διαρκής αλληλουχία. Μια άφατη μνήμη.
Η Ιστορία είναι ο κώδικάς μας, το στίγμα και ολόκληρη η ύπαρξή μας. Και μέσα από αυτήν ξανασυζητάμε το «τώρα» σε βάσεις βαθιές και ουσιαστικές. Γινόμαστε, δηλαδή, βαθύτεροι, ουσιαστικότεροι και δυνατότεροι. Γιατί η μεγαλύτερη επανάσταση είναι αυτή που συμβαίνει μέσα μας. Ως άνθρωποι αλλάζουμε και προχωράμε μόνο όταν αντιλαμβανόμαστε τι κάναμε λάθος.
Ο πλούτος κάθε ανθρώπου εδράζεται σε αυτό το νέο στοιχείο που εντυπώθηκε στον χαρακτήρα του μετά από μια ατυχία, ένα λάθος, μια ανατροπή ή μια καταστροφή. Ίσως, λοιπόν, ήρθε η ώρα της ανατροπής του κακού μας σκηνικού μέσα από τη γνώση της Ιστορίας μας και του εαυτού μας. Μακάρι!
• Αγαπώ πολύ τον χορό και το τραγούδι. Είναι μυσταγωγικές πηγές χαράς και ψυχικής εκτόνωσης. Από την ηλικία των δεκαεπτά ετών ασχολούμαι με την ορειβασία. Οι ορειβατικές πεζοπορίες μού έχουν προσφέρει υπέροχες εμπειρίες. Όταν κάνεις νυχτερινή ανάβαση στην κορυφή του Ταΰγετου με μόνο φανάρι την αυγουστιάτικη πανσέληνο, δεν νομίζω ότι υπάρχει κάτι άλλο που μπορεί να συγκριθεί μ’ αυτό. Οι μνήμες που έχω αποκομίσει από τη δραστηριότητά μου αυτή είναι απαράμιλλες.
• Είμαι άθρησκη, αλλά δεν είμαι άθεη. Θεωρώ ότι οι θρησκείες είναι κατασκευές του ανθρώπου που προσπαθούν να καλύψουν ανασφάλειες και επιθυμίες του. Ως τμήμα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, ωστόσο, τις σέβομαι και τις τιμώ. Πιστεύω σε μια ανώτερη δύναμη. Δεν την γνωρίζω, δεν μπορώ να την ορίσω ή να την περιγράψω. Θεωρώ τον εαυτό μου ασήμαντη μπροστά στο απέραντο.
Επιλέγω να εμπιστεύομαι την ίδια τη ζωή και να είμαι ευγνώμων για όλα τα μικρά και μεγάλα της ζωής μου. Αυτό με κάνει, πιστεύω, πιο δυνατή και με προστατεύει από την αλαζονεία και την έπαρση που είναι σύντροφοι υπονομευτικοί στην ποιότητα της ζωής μας.
Στη ζωή μου έχω ρισκάρει αρκετές φορές, άλλοτε εκεί όπου έπρεπε, άλλοτε από ανοησία. Και, βέβαια, ως Ελληνίδα, είμαι συχνά παράφορη και υπερβολική, χάνω κι εγώ πολλές φορές το μέτρο.
Η ευτυχία βρίσκεται, πιστεύω, στην αρμονία ανάμεσα σε αυτό που πιστεύεις και αυτό που πράττεις. Αν αυτό που κάνεις κάθε φορά δεν το αισθάνεσαι ως σημαντικό, τότε απλώς το διεκπεραιώνεις. Κι όταν κάτι το διεκπεραιώνεις, χάνεις την υπόστασή σου, γίνεσαι ένα μέσο. Η κάθε μικρή μας στιγμή, αν είναι ερωτική, αν έχει δηλαδή εσωτερική δύναμη και νόημα, μετατρέπεται σε μεγάλη.
• Δεν με φοβίζει ο θάνατος. Ο αιφνίδιος θάνατος. Μάλιστα, τον περιμένω με ένα, θα έλεγα, διανοητικό ενδιαφέρον. Αυτό που φοβάμαι είναι ο βασανιστικός θάνατος, η αρρώστια, η ανημπόρια, ο πόνος, το να γίνω βάρος στους αγαπημένους μου. Πάντως, πιστεύω ότι μόνο αν έχεις συνεχή συναίσθηση του θανάτου λειτουργείς με δύναμη και πλούτο. Δεν ξεχνώ ποτέ την έννοια του θανάτου. Είναι αυτό που με έχει βοηθήσει πολύ στο να αναγνωρίζω τα λάθη μου, τα ελαττώματά μου και να διορθώνομαι.
Οι ήττες ήταν αυτές που με έκαναν καλύτερο άνθρωπο. Γιατί η ζωή είναι σύνολο από μικρές ιστορίες, όχι αποκομμένες αλλά μια ατελείωτη ιστορία. Σαν ένα τεράστιο υφαντό. Κι εγώ στο υφαντό μου είχα, δόξα τω Θεώ, πολλά υφάδια, γιατί η ζωή μού φέρθηκε καλά, διδάσκοντάς με να είμαι χαρούμενη που έζησα αλλά και χαρούμενη που θα πεθάνω. Έζησα πλούσια και γεμάτη ζωή και όχι διεκπεραιωτική. Γιατί, όπως λέει και η φίλη μου Raquel Angel-Nagler: «Ζούμε, πεθαίνουμε σαν χορδή: τόσο μαζί, τόσο μόνοι, τόσο όμορφοι».