Που έλεγε πως δεν είχε χρόνο να μισεί αυτούς που τον μισούν γιατί ήταν απασχολημένος να αγαπά αυτούς που τον αγαπούν.
Εγώ θα μείνω με τους Βέγγους. Που έλεγε: «Για δύο πράγματα δεν θα ντραπώ ποτέ. Για τις αλήθειες που είπα, και για τα συναισθήματα που ένιωσα».
Εγώ θα μείνω με τους Βέγγους. Που έλεγε πως ευτυχία είναι μόνο δυο χέρια που σε αγκαλιάζουν, που σε κρατούν, που σε κοιμίζουν και σε περιποιούνται.
Εγώ θα μείνω με τους Βέγγους. Που τη μέρα του μεγάλου χαμού, τη μαύρη μέρα που μπήκαν στην πόλη οι οχτροί κι οι ερπύστριες έσπειραν το θάνατο, τη μέρα του Πολυτεχνείου, εκείνος πέρασε μέσα από τα μαύρα κοράκια με το αυτοκίνητό του, έριξε τα καθίσματα και έβαλε μέσα τον εξεγερμένο λαό. Για να τον σώσει.
Εγώ θα μείνω με τους Βέγγους. Που μέσα στην εξορία έστηνε αντίσκηνα και πήγαινε φαγητό κρυφά σε εκείνους που αυτοεξορίστηκαν.
Εγώ θα μείνω με τους Βέγγους. Που έκανε τους ανθρώπους να γελούν, να χαίρονται, να συγκινούνται.
Εγώ θα μείνω με τους Βέγγους. Που ήταν χάδι, απαλοσύνη και τρυφεράδα για τους ανθρώπους.
Εγώ θα μείνω με τους Βέγγους. Που στη γαλέρα της ζωής τους τράβηξαν άγριο κουπί. Κι όλο έτρεχαν...
Εγώ θα μείνω με τους Βέγγους. Που έλεγε ο Κούνδουρος "Έμεινε μαζί μου όλα τα χρόνια της Μακρονήσου. Είχα χρεωθεί την κατασκευή ενός θεάτρου -ήμουν τριτοετής της αρχιτεκτονικής τότε. Πήγα στη διοίκηση και λέω: «Αυτόν το μισότρελο φαντάρο να μου τον δώσετε». Κι έτσι βρέθηκα να φτιάχνω το θέατρο με το Θανάση βοηθό. Στήσαμε τη σκηνή, ανεβάσαμε το πρώτο έργο, και να ο Βέγγος ηθοποιός και να ο Βέγγος πρωταγωνιστής και να ο Βέγγος αγαπημένος ολόκληρου του τάγματος, και να ο Βέγγος η ανακούφισή μας, η λύτρωση μας και το χαμόγελό μας".
Επειδή έρχεται μια στιγμή στη ζωή που πρέπει να αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις. Εγώ θα μείνω με τους Βέγγους. Αυτούς, αυτούς τους μεταξωτούς ανθρώπους. Την ανακούφιση, τη λύτρωση και το χαμόγελό μας.
«Λυπάμαι τους ανθρώπους που ενώ μπήκαν στην καρδιά μου, ξεφτυλίστηκαν στα μάτια μου». Θανάσης Βέγγος...