Ο κορονοϊός δημιούργησε μια ψυχιατρική κατάσταση έκτακτης ανάγκης, για την οποία δεν μιλάνε πολλοί.
Στην αρχή το «μένουμε στο σπίτι» το είδαμε ως μια ενοχλητική, αλλά αναγκαία κατάσταση. Πολλοί προσπάθησαν ακόμα και να το διασκεδάσουν και να εντοπίσουν τις θετικές πλευρές του περιορισμού : χαλάρωση από το καθημερινό στρες, αφιέρωση περισσότερου χρόνου στα αγαπημένα τους πρόσωπα, ευκαιρία για ενδοσκόπηση και επαναπροσδιορισμό, δυνατότητα να παρακολουθήσουν με την ησυχία τους ταινίες και σειρές, να διαβάσουν βιβλία, να απολαύσουν μουσική, να κάνουν ευχάριστες συζητήσεις στο διαδίκτυο, ακόμα και να τραγουδήσουν στα μπαλκόνια (κυρίως στη γειτονική μας χώρα).
Με το πέρασμα όμως των ημερών και την αυστηροποίηση των μέτρων συνειδητοποιήσαμε ότι ο μακροχρόνιος εγκλεισμός, εν μέσω καταιγισμού τραγικών ειδήσεων, που σπέρνουν την πανδημία του τρόμου, δεν ήταν καθόλου διακοπές! Από τη στιγμή που η καθημερινότητα, περιορίστηκε στα τετραγωνικά ενός σπιτιού, όλοι αποκόπηκαν από τις συνήθειες και τις δραστηριότητες που είχαν επιλέξει για τον ελεύθερο χρόνο τους, με στόχο την προσωπική αυτοβελτίωση, υγεία και ψυχοπνευματική ισορροπία.
Πανικόβλητες οι αρχές, έκλεισαν τις λίγες νόμιμες βαλβίδες ανάσχεσης που είχαμε, όπως οι μοναχικές βόλτες στα πάρκα, στην εξοχή και στις παραλίες, αντί να προσπαθήσουμε να τις διαχειριστούμε αποφεύγοντας τις συγκεντρώσεις. Τώρα τα συναισθήματα δυσπιστίας, θλίψης, νευρικότητας είναι ευρέως διαδεδομένα. Το συλλογικό άγχος είναι σε όλους αντιληπτό, η δυσπιστία σε όσους δεν σέβονται τους κανόνες μπορεί να αποτελέσει πηγή έντασης και επιθετικότητας. Για πολλούς, αυτή η απομόνωση δεν είναι κάτι απλά δυσάρεστο ή μελαγχολικό. Πρόκειται για ένα μαύρο φίδι του οποίου το δάγκωμα θα αφήσει πληγές που δύσκολα θα κλείσουν. Η κατάσταση που βιώνουμε είναι πρωτοφανής.
Ταξιδεύουμε σε αχαρτογράφητα νερά πολεμώντας χωρίς επαρκή εξοπλισμό, σε αβέβαιο χρονικό ορίζοντα, έναν αόρατο εχθρό. Δεν έχουμε ακριβή εικόνα του πως βιώνουν τον εγκλεισμό εκατομμύρια άνθρωποι, αλλά παλαιότερες μελέτες μπορούν να μας διαφωτίσουν σχετικά με την ψυχολογική επίπτωση των καραντινών.
Έτσι μια έρευνα που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στην ιατρική επιθεώρηση Lancet και αφορούσε μια άλλη επιδημία κορονοϊού (του SARS την περίοδο 2003 – 2005) αποκαλύπτει ότι απομονώσεις ακόμη και λιγότερων των δέκα ημερών μπορούν να οδηγήσουν σε μακροχρόνιες επιδράσεις, ειδικά σε άτομα με εύθραυστο ψυχισμό ή που ήδη έπασχαν από κάποια ψυχοπαθολογία. ..
Ακόμα και τρία χρόνια μετά την καραντίνα, μπορούν να συσχετίζονται τα συμπτώματα του μετατραυματικού στρες και η κατάχρησης αλκοόλ ή άλλων ουσιών. Οι φόβος της κοινωνικής επαφής που αποκτάμε τώρα, που όποιος μας πλησιάζει σε απόσταση μικρότερη των δύο μέτρων είναι ένας δυνητικός εχθρός, θα παραμείνει για αρκετό χρόνο.
Οι περασμένες μελέτες έδειξαν ότι οι αποφευκτικές συμπεριφορές διατηρήθηκαν για μήνες σε ορισμένες περιπτώσεις - και πάλι, μιλάμε για πιο σύντομες καραντίνες και όχι παγκόσμιες.
Οι οικονομικές επιπτώσεις της καραντίνας - απώλεια εργασίας και / ή εισοδήματος - συνεχίζονται και επιδεινώνουν περαιτέρω τις ψυχολογικές συνθήκες. Οι γυναίκες και οι νέοι μεταξύ 16 και 24 ετών φαίνεται να επηρεάζονται περισσότερο από τις ψυχολογικές επιπτώσεις της καραντίνας. Αναμένουμε την εμφάνιση νέων μορφών δυσφορίας που μέχρι στιγμής ήταν λανθάνουσες.
Όσον αφορά τα άτομα που πάσχουν από σοβαρές ψυχιατρικές ασθένειες όπως αγχώδεις διαταραχές, κατάθλιψη, σχιζοφρένεια και διπολικές διαταραχές, η επιβάρυνσή τους μπορεί να είναι ακόμα πιο σοβαρή.
Ο περιορισμός των ανθρώπινων σχέσεων και των θεραπευτικών επαφών δύναται να κλονίσει την ήδη εύθραυστη ισορροπία τους. Υπάρχει μεγάλος κίνδυνος αυτοκτονιών και ψυχωτικών επεισοδίων. Στις οικογένειες με σοβαρή δυσλειτουργία, είναι ορατός ο κίνδυνος αύξησης της λεκτικής και σωματικής βίας και η κακοποίηση ανηλίκων, χωρίς τη δυνατότητα πρόσβασης σε εξωτερική βοήθεια.
Η αναμενόμενη αύξηση των ψυχικών αναγκών στήριξης δύσκολα θα μπορέσει να καλυφθεί λόγω των σοβαρών περικοπών στην υγειονομική περίθαλψη, που έχουν επηρεάσει μαζικά τις ψυχιατρικές κλινικές και τα κέντρα ψυχικής υγείας. Σε αυτό προστίθεται και η οικονομική κατάρρευση που προκαλείται από την απομόνωση, η οποία στερεί ή θα στερήσει πολλούς ασθενείς από τους οικονομικούς πόρους που είναι απαραίτητοι για την πληρωμή της θεραπείας στον ιδιωτικό τομέα.
Υπό αυτές τις δύσκολες συνθήκες τι μπορούμε να κάνουμε;
Είναι πολύ σημαντικό να ενισχυθούν οι παρεμβάσεις απομακρυσμένης υποστήριξης (μέσω τηλεφώνου και μεσολάβησης στο διαδίκτυο) και να μην μειωθεί η παροχή βοήθειας σε πιο σοβαρούς ασθενείς.
Για τον γενικό πληθυσμό είναι απαραίτητο να διαδοθούν, όσο το δυνατόν περισσότερο, έγκυρες πληροφορίες για το πώς να διαχειριστούν το άγχος : να διατηρήσουν έναν υγιεινό τρόπο ζωής, να καλλιεργήσουν κοινωνικές σχέσεις χρησιμοποιώντας το διαδίκτυο, να περιορίσουν το χρόνο που αφιερώνουν στις καταναγκαστικές αναζητήσεις πληροφοριών, να λαμβάνουν μόνο ειδήσεις από διαπιστευμένες πηγές, να μην ασχολούνται με καταστροφικά σενάρια, να ασκούνται στο σπίτι, να αποφεύγουν τις καταχρήσεις σε τροφές, καπνό, αλκοόλ ή άλλες ουσίες και μην φοβούνται να ζητήσουν ειδική βοήθεια.
Μια ιδιαίτερη μέριμνα και αλληλεγγύη πρέπει να δοθεί σε ηλικιωμένα άτομα που ζουν μόνα και δεν έχουν κοντινούς συγγενείς. Ένα τηλεφώνημα, μια επίσκεψη ή μια διευκόλυνση με τα ψώνια μπορεί να είναι πολύ σημαντικά γι’ αυτούς.
Στα δύσκολα δοκιμάζεται η ανθρωπιά και ο πολιτισμός μας.
Ιωάννης Αυγουστάτος
ψυχίατρος -ψυχοθεραπευτής
Πηγή