Η χαρουπιά, γνωστή και ως «ξυλοκερατιά» (από την αρχαιοελληνική λέξη «κεράτιον»), είναι ένα αειθαλές μακρόβιο δέντρο που φυτρώνει σε παράκτιες περιοχές της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Ο καρπός της είναι το χαρούπι, το οποίο μοιάζει με σκληρό φασόλι. Έχει σκούρο καφέ χρώμα (όταν είναι ώριμο) και περιέχει σκληρούς σπόρους στο εσωτερικό του. Για πολλά χρόνια, το χαρούπι χρησιμοποιήθηκε ως ζωοτροφή, αλλά σε περιόδους πολέμων ήταν αυτό που έθρεψε -χάρη στην υψηλή διατροφική του αξία- ολόκληρους πληθυσμούς, οι οποίοι δεν είχαν πρόσβαση σε άλλα τρόφιμα. Έτσι, και στη χώρα μας την περίοδο της Κατοχής δόθηκε στο χαρούπι ο χαρακτηρισμός «σοκολάτα της Κατοχής», χάρη στη γλυκιά γεύση του. Σήμερα, επιτέλους ο ταπεινός καρπός κάνει την επανεμφάνισή του και κερδίζει τις εντυπώσεις.
Η διατροφική του ταυτότητα
Το χαρούπι αποτελεί πλούσια πηγή ασβεστίου (περιέχει διπλάσια ποσότητα από το γάλα), ενώ δεν περιέχει οξαλικό οξύ (όπως π.χ. η σοκολάτα), που παρεμποδίζει την αφομοίωση του ασβεστίου από τον οργανισμό. Επιπλέον, περιέχει υδατάνθρακες, μαγνήσιο, σίδηρο, κάλιο, βιταμίνες Α, Β1 και Β2, φυτικές πρωτεΐνες, καθώς και πολυφαινόλες και τανίνες, που έχουν αντιοξειδωτική δράση, πηκτίνη και λιγνίνη, ενώ δεν περιέχει γλουτένη, επομένως είναι ιδανικό για άτομα με δυσανεξία στη γλουτένη. Οι θερμίδες του είναι 60% λιγότερες από αυτές της σοκολάτας.
Πού το βρίσκουμε
Σε καταστήματα βιολογικών προϊόντων ως χαρουπάλευρο ή χαρουπόμελο, ενώ κυκλοφορεί και υποκατάστατο καφέ από χαρούπι. Ωμά χαρούπια βρίσκουμε στην αγορά ή μαζεύουμε το καλοκαίρι, αν βρεθούμε στην Κρήτη ή στη Νότια Ελλάδα.
Όταν βράζεται το χαρούπι παράγεται ένα παχύρευστο υγρό που μοιάζει με μέλι ή πετιμέζι, το χαρουπόμελο, που η γεύση του θυμίζει σοκολάτα. Το χαρουπόμελο όμως είναι υψηλότερης διατροφικής αξίας από τη σοκολάτα ενώ περιέχει λιγότερα από τα μισά της λιπαρά, χωρίς να περιέχει καφεΐνη. Το χαρουπόμελο αποτελεί πλούσια πηγή υδατανθράκων, ασβεστίου, σιδήρου, μαγνησίου, καλίου και ριβοφλαβίνης και είναι χαμηλής περιεκτικότητας σε νάτριο.
Έχει ήπια και γλυκιά γεύση. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως γλυκαντικό για κέικ, ζεστά και κρύα ποτά, γιαούρτι, παγωτό, σε dressing για σαλάτες, για μαρινάδες και σάλτσες κρεάτων. Είναι υποκατάστατο του μελιού και της ζάχαρης καθώς και εξαιρετικό ενισχυτικό γεύσης για τρόφιμα. Χρησιμοποιείται ως παραδοσιακό φάρμακο για το βήχα και τον πονόλαιμο και είναι πολύ καλό συμπλήρωμα ασβεστίου για όσους πάσχουν από οστεοπόρωση.
Χαρουπάλευρο
Το χαρουπάλευρο παράγεται από τη διαδικασία ξήρανσης, άλεσης, καθώς και ψήσιμου των λοβών αφού αφαιρεθούν οι σπόροι. Έχει ευχάριστη, γλυκιά γεύση που χρησιμοποιείται για την παρασκευή ψωμιού, μπισκότων, κέικ και παξιμαδιών.
Χαρουπόσκονη
Η χαρουπόσκονη μπορεί να αντικαταστήσει το κακάο ή τη σοκολάτα στις συνταγές σε ίδια αναλογία. Και το κυριότερο, είναι υψηλότερης διατροφικής αξίας από τη σοκολάτα ενώ περιέχει λιγότερα από τα μισά της λιπαρά, χωρίς να περιέχει καφεΐνη. Περιέχει περίπου 50% φυσικά ζάχαρα οπότε μπορεί να χρησιμοποιηθεί αντί για ζάχαρη σε όλα σχεδόν τα προϊόντα άρτου και ζαχαροπλαστικής. Οι άνθρωποι με αλλεργία στη σοκολάτα μπορούν να απολαύσουν γλυκά με χαρούπι.
Ο καρπός του χαρουπιού είναι πολύ γλυκός και πολύ χαμηλότερης θερμιδικής αξίας από τη σοκολάτα και για αυτό θεωρείται το τέλειο υποκατάστατο της.
Πώς μας ωφελεί;
Βοηθά στην πέψη: Χάρη στην πηκτίνη και τη λιγνίνη που περιέχει, η κατανάλωσή του βοηθά στην πέψη και στην καλή λειτουργία του εντέρου.
Προστατεύει την καρδιά: Έρευνες δείχνουν ότι η κατανάλωσή του συμβάλλει στη μείωση των επιπέδων της ολικής χοληστερίνης, καθώς και εκείνων της «κακής» (LDL) χοληστερίνης.
Δρα κατά του βήχα.
Θεωρείται ότι το χαρούπι (με τη μορφή χαρουπόμελου) ανακουφίζει από τον βήχα και τα συμπτώματα του κρυολογήματος.
Καταπολεμά τη διάρροια: Το χαρούπι χρησιμοποιείται παραδοσιακά για την αντιμετώπιση της διάρροιας, τόσο σε ενηλίκους όσο και σε παιδιά.
Δρα κατά της οστεοπόρωσης: Λόγω της μεγάλης περιεκτικότητάς του σε ασβέστιο, το χαρουπόμελο, θεωρείται ότι συμβάλλει στην πρόληψη της οστεοπόρωσης.
Από το χαρούπι στο καράτι
Οι σπόροι του χαρουπιού, λόγω του εντυπωσιακά σταθερού βάρους τους, χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα ως μονάδα μέτρησης του βάρους για τον χρυσό και τις πολύτιμες πέτρες. Από το αρχαίο, λοιπόν, «κεράτιον», προήλθε το «καράτι».
Πηγή: ekriti.gr