Προ ημερών με κάλεσε ιδιοκτήτης ταβέρνας να μαζέψω τα κουντουρούδια (χαρούπια) από το δέντρο που υπήρχε στην αυλή του μαγαζιού του.
Πήγα σε ώρα που δεν είχε πολλούς πελάτες παρά μόνο δύο οικογένειες Ελλήνων με καταγωγή από κάποιο χωριό της περιοχής.
Ράβδισα το δέντρο και έπεσαν στην αυλή και στον δρόμο τα κουντουρούδια. Τα σκούπισα με σε μιαν άκρη για να μην τα πατούν τα αυτοκίνητα μέχρι να τα μαζέψω και τότε άρχισαν τα περιστατικά που θυμίζουν ανέκδοτο από αυτά που αρχίζουν έτσι: Ήτανε ένας Έλληνας, ένας Αμερικανός και ένας Τούρκος...
Διότι οι οικογένειες των Ελλήνων φεύγοντας από την ταβέρνα πέρασαν από δίπλα μου και είπε η μαμά σε ένα παιδί: "πάρε ένα χαρούπι να το πάμε στον παππού, να μας δείξει πώς τα τρώγανε". Μουσειακό είδος, σκέφτηκα, είναι για αυτούς τα χαρούπια και καλά που ζει ο παππούς ακόμη. Εν τω μεταξύ είναι πολύ πιθανό να επέζησε στην Κατοχή από τα χαρούπια ο άνθρωπος και φτάσαμε τρεις γενιές μετά να μην τα αναγνωρίζουμε.
Δεν πρόλαβα να τελειώσω τη σκέψη μου και να σου ένας Αμερικανός τουρίστας, κατέφθασε με το αυτοκίνητο και πάρκαρε πάνω στον σωρό με τα χαρούπια, αναγκάζοντας τον ταβερνιάρη να αναφωνήσει: μα καλά, δεν βλεπουνε;!
Προφανώς βλέπουνε αλλά δεν αναγνωρίζουν, του είπα με στωική διάθεση.
Και τότε ακριβώς καταφτάνει η δικαίωση, με τη μορφή οικογένειας Τούρκων. Περνάει ο πατέρας από δίπλα μου, σκύβει, πιάνει ένα χαρούπι, το βάζει αμέσως στο στόμα του και άρχισε να το τρώει! Μεγάλε, του λέω ενθουσιασμένος, από πού είσαι; Αττάλεια, μου λέει. Τσοκ κιουτσούκ, μου λέει, μικρά τα χαρούπια σου. Εχω και νταχά μπουγιούκ, του λέω χαρούμενος και τον πάω στην καρότσα, βλέπει τα πιο μεγάλα κουντουρούδια, που είχα συγκομισει από ένα άλλο δέντρο νωρίτερα, χαμογελάει, αυτά είναι σούπερ, μου λέει και φωνάζει τα παιδιά του, τους δίνει από δύο και μασουλούσανε όλοι μαζί . Μπαίνοντας στην ταβέρνα με ρώτησε πόσο κάνουν τα χαρούπια στην Ελλάδα. Ντράπηκα να του απαντήσω ότι δεν έχουν αξία διότι κανείς δεν τα εκτιμάει αν και έσωσαν τόσο κόσμο στην Πείνα, ότι δεν πωλούνται, ότι θεωρούνται σκουπίδια που πέφτουν στις αυλές και τα σκουπίζουν πέρα ή κάποιοι τα μαζεύουν μονάχα για ζωοτροφές, ότι κόβουν τα δέντρα διότι τα θεωρούν εμπόδια και άχρηστα, και έτσι του είπα ότι κοστίζουν 0,5€ το κιλό, όσο δηλαδή πουλούν οι κάθε λογής γυρολόγοι συγκομιστές στα εργοστάσια παρασκευής χαρουπομελου-άλευρου. Γούρλωσε τα μάτια του ο γείτονας από την Αττάλεια, τσοκ ουτσούζ, μου λέει, πολύ φτηνά, και γκουγκλαρει επί τόπου, μου δείχνει τιμή λιανικής στην Τουρκία, σε μανάβικο, 85 λίρες, 3,5€, στην Τουρκία τσοκ παχαλί, πανάκριβα, του λέω. Συμφωνήσαμε σε όλα, ιδίως στην αγνωμοσύνητων δυτικών ανθρώπων (παρόλα τα λεγόμενα της μόδας σούπερ φουντ παράγωγα χαρουπιού)
Υγ
Στις υπέροχες, γενναιόδωρες κουντουρουδιές είναι αφιερωμένο το βιβλίο μου Τα απόνερα της Σοφιας
Yianis Makridakis