Δες πως μας παγίδεψε τούτος ο κόσμος,
με τις φανταχτερές του υποσχέσεις, τις επιφανειακές απολαύσεις
τις ιλουστρασιόν συσκευασίες του γι ανταμοιβές,
και ούτε που ακούσαμε το θόρυβο από τις αλυσίδες
που πιάστηκαν τα φτερά μας…
δες πως τούτος ο κόσμος έγινε φυλακή ονείρων,
καταδίκη του αυτονόητου,
δες πως το σκοτάδι πουλιέται για φως
και το ψέμα γι αλήθεια,
πως το πιο απλό γίνεται σύνθετο
και μοιάζει ολάκερος ο κόσμος λες και βαλμένος ανάποδα
από αόρατο χέρι,
κρέμεται από μια κλωστή…
άνοιξε τα μάτια για μια μόνη φορά
και δες,
ό,τι σου μάθαν τα σχολεία
ήταν για να μην κάνεις όνειρα,
ό,τι σε δίδαξε η κοινωνία
ήταν για να μάθεις να πουλάς ακριβά
και να ψωνίζεις φτηνά,
δες πόσο υπάκουο σε κάνανε
πόσο συμμορφωμένο με το παράλογο
πόσο συμφιλιωμένο με το άδικο και το ανήθικο,
να μην αμφιβάλεις, να μην αμφισβητείς τις αυθεντίες,
και όλα πια μοιάζουνε ίδια
μουντά, άνοστα, ανούσια
αυτό θέλανε…
άκου,
άκου αυτό τον ανατριχιαστικό και απαίσιο ήχο
που κάνουν οι αλυσίδες καθώς σέρνονται στους δρόμους,
κοίτα παντού γύρω σου
καθένας σέρνει τις δικές του,
καθένας καταφέρνει να φτάσει μέχρι όπου αντέξει το βάρος,
άλλος κοντά, άλλος λίγο πιο μακριά
και όλοι μέσα στο ίδιο τετραγωνισμένο προαύλιο
να σκοντάφτουν, να πέφτει ο ένας πάνω στον άλλο,
να νομίζουν πως είναι λεύτεροι
γιατί έτσι τους είπαν,
δες τι μαθαίνεις στα παιδιά σου,
με πόσους απ τους φόβους σου τα κερνάς,
κοίτα πως μαδάς τα νεανικά φτερά τους χωρίς να το θέλεις,
δες
γιατί το μόνο που λείπει από μας τους ανθρώπους
είναι η καθαρή όραση
όλα τα άλλα είναι δίπλα μας,
παλεύω κι εγώ μαζί σου
να κοιτώ καθαρά,
να διαλύω τα σκοτάδια μου,
μα όσο ακούω ακόμα αυτό τον αναθεματισμένο θόρυβο
από τις αλυσίδες γύρω,
πονώ και κλαίω
και θολώνει ξανά το βλέμμα και υποφέρει η ψυχή
που δεν αντέχει να βλέπει ανθρώπους
να μην τους επιτρέπουν το περπάτημα
αχ… και πως να μπορέσω να ησυχάσω
άμα δεν έρθει εκείνη η ηλιόλουστη μέρα
που θα πάψει πια αυτός ο θόρυβος
που γύρω θα βλέπω μονάχα φτερά ν ανοίγουν
και χαμόγελα παιδικά
και τον ουρανό γεμάτο από λεύτερα πουλιά
ανήσυχα βαδίζω μέσα σε τούτη την καλοφτιαγμένη κόλαση
κάθε μέρα, κάθε στιγμή
και σκάβω λαγούμια
και βουτώ σε υπονόμους
και συναντώ αρουραίους
και αστυνόμους
και δεσμοφύλακες
και δήμιους
και θύτες και θύματα
και τους κοιτώ κατάματα
και εξαφανίζονται λες δια μαγείας…
και τότε ξέρω καλά πως
το πιο βαθύ σκοτάδι είναι εδώ
λίγο πριν την πιο ξεχωριστή αυγή