"Αρνιόταν να στολιστεί και απόμεινε γυμνό με ορθάνοιχτα και άδεια μάτια.
Το ονόμασα Φόβο..."
Όταν ο καλλιτέχνης υπηρετεί τη τέχνη και αποτυπώνει τη κατάσταση ενός ολόκληρου λαού...
Σ ευχαριστούμε Παναγιώτη για ότι δημιουργείς έχει κάτι από σένα , από μας!....................................................................................................................................................................................................
Φτιάχτηκε μέσα στο Καλοκαίρι, τον Αύγουστο και λίγο απ' το Σεπτέμβρη. Σχεδόν χωρίς να το καταλάβω, με οδήγησε από μόνο του και πήρε τη μορφή προσώπου.
Πάσχισα να το στολίσω, να του βάλω μια φιγούρα, μια ροζέτα, όμως αρνιόταν και απόμεινε γυμνό με ορθάνοιχτα άδεια μάτια.
Το ονόμασα Φόβο.
Παιδί μου είναι, με τα χέρια μου το έφτιαξα και όσο το έφτιαχνα βουνά καίγονταν, χιλιάδες δέντρα καίγονταν, χιλιάδες ζώα καίγονταν μαζί με τις φωλιές τους, άνθρωποι καίγονταν μαζί με τις φωλιές τους, και μετά από αυτό, τόποι πλημμύρισαν, άνθρωποι πνίγηκαν, ζώα πνίγηκαν, σπίτια χάθηκαν, χωράφια και σοδειές σάπισαν, αρρώστιες φανερώθηκαν.
Το καινούριο όργανο παιδί μου είναι, με τα χέρια μου το έφτιαξα και όσο το έφτιαχνα αυτό καταλάβαινε, ένοιωθε και απόμεινε με ορθάνοιχτα άδεια μάτια.
Το ονόμασα Φόβο.
Δεν φοβήθηκε τις φωτιές ούτε τις πλημμύρες, την εντολή φοβήθηκε, την εντολή του μάστορα:
"Παίξε γλυκά, παίξε δυνατά, παίξε σωστά, στολίσου, στολίσου να φαίνεσαι όμορφο, γίνε δυνατό ν' αντέχεις, τίμα τα σπάνια ξύλα σου, τίμα τις προσδοκίες του μάστορα".
Την εντολή φοβήθηκε, σαν τις εντολές που δόθηκαν στα βουνά:
"Μέριασε βουνό, φύγε, και μετά έλα βουνό, δώσε μου οξυγόνο γιατί το έκαψα, μετά φύγε απ' το χωράφι μου βουνό, μετά έλα βουνό να τα'ί'σεις τα κοπάδια μου, δώσε μου μέλι, δώσε μου ρετσίνι, δώσε μου το ξύλο σου να φτιάξω φράχτες και αρχοντικά, μετά φύγε βουνό από τη γη που κατέχεις για ν' ανέβουν οι πόλεις και μετά έλα βουνό να κρατήσεις το νερό της βροχής μη με πνίξει".
Και στα χωράφια δόθηκαν εντολές:
"Δώσε μου Γη, δώσε μου, εγώ σε τα'ί'ζω κι εσύ γεννοβολάς.
Μηχανές και επιστήμη σε υπηρετούν.
Οι άνθρωποι προόδευσαν και δεν είναι πια τροφοσυλλέκτες.
Τώρα αυτοί διατάζουν και εσύ υπακούς".
Και στα ζώα δόθηκαν εντολές:
"Αυξάνεστε και πληθύνεστε στα κλουβιά σας,
μέχρι να έρθει η μέρα της σφαγής για να σας φάμε".
Τί κι αν πνίγηκαν εκατό χιλιάδες ζώα; Θα ξαναγίνουν.
Το Πάσχα, σε μια μέρα μόνο, τρώμε τα διπλά και λίγα λέω.
Χώρια και οι άλλες οι "γιορτές"...
Το καινούριο όργανο παιδί μου είναι, με τα χέρια μου το έφτιαξα και όσο το έφτιαχνα, αυτό ένοιωθε και καταλάβαινε. Αρνιόταν να στολιστεί και απόμεινε γυμνό με ορθάνοιχτα και άδεια μάτια.
Το ονόμασα Φόβο.
Δεν φοβήθηκε τις φωτιές, ούτε τις πλημμύρες. Την εντολή φοβήθηκε, την εντολή του μάστορα:
"Παίξε γλυκά, παίξε δυνατά, παίξε σωστά, στολίσου, στολίσου να φαίνεσαι όμορφο, γίνε δυνατό ν' αντέχεις, τίμα τα σπάνια ξύλα σου, τίμα τις προσδοκίες του μάστορα".
Μακάρι να έχει μείνει λίγο ακόμα, μακάρι να ηρεμήσει ο κόσμος όλος και να έρθουν άλλα όργανα με άλλα ονόματα, όπως:
"Γνώση", "Γαλήνη", "Αγάπη" και γιατί όχι; ακόμα και "Σιωπή".
Τότε θα ξεκρεμάσουμε τον Φόβο απ' το καρφί του, θα τον πάρουμε αγκαλιά και θα του ψιθυρίσουμε:
"Έλα, παίξε τώρα, ακόμα και η "Σιωπή" σε περιμένει.
Συγχώρα μας και παίξε για εμάς, τώρα που καταλάβαμε..."