Μια φορά κι έναν καιρό σε μια χώρα πολύ μακριά, έζησε ένα αγόρι, πολύ διαφορετικό από όλους τους άλλους.
Το όνομά του ήταν Ευτύχης. Όλα έτρεχαν ομαλά στη ζωή του μέχρι μια μέρα, πολλά χρόνια πριν, ένα περιστατικό τον έκανε να βλέπει τη ζωή από μια διαφορετική οπτική γωνία. Και ξαφνικά, αποκαλύφθηκε ένα μεγάλο μυστικό.
Του αποκαλύφθηκε το νόημα της ζωής. Ο Ευτύχης τώρα ξέρει πως η ευτυχία δεν είναι τίποτε άλλο από στιγμές μικρές, ασήμαντες, αδιόρατες στιγμές.
Όπως το να σε σκεπάζει κάποιος μέσα στη νύχτα.
Να ονειρεύεσαι.
Να ξυπνάς από το τραγούδι ενός σπουργιτιού, πάνω σε φρεσκοπλυμμένα μυρωδάτα σεντόνια. Δίπλα σε κάποιον που αγαπάς, να τον αγγίζεις, να τον μυρίζεις.
Να αισθάνεσαι το ζεστό νερό να πέφτει με δύναμη στο πρόσωπό σου.
Το σπίτι να γεμίζει μυρωδιά από φρεσκοψημένο κέικ.
Να κρατάς μια ζεστή κούπα όταν έξω κάνει κρύο.
Να κόβεις ένα λεμόνι κατευθείαν από το δέντρο.
Να νιώθεις τον δροσερό φθινοπωρινό άνεμο να σου χτυπάει το πρόσωπο.
Να αισθάνεσαι ελαφρύς και άδειος από σκέψεις, μέσα στην απόλυτη ηρεμία. Κάτω από το νερό.
Να συνεχίζεις να κάνεις πράγματα που έκανες μικρός. Οταν όλοι τρέχουν κάτω από τις ομπρέλες, εσύ
να στέκεσαι κάτω από τη βροχή.
Να περπατάς ξυπόλητος επάνω στο φρεσκοβρεγμένο, δροσερό γρασίδι.
Να βγάζεις βόλτα ένα μπαλόνι.
Να πιστεύεις σε πράγματα που δεν μπορούν να εξηγηθούν, πως μια πασχαλίτσα είναι ένας καλός οιωνός.
Να μη φοβάσαι.
Να κάνεις πράγματα που δεν ταιριάζουν στην ηλικία σου.
Να ακούς τα κύματα να σκάνε στην ακτή.
Να νιώθεις τη γη κάτω από τα πόδια σου.
Να μη σκέφτεσαι τίποτα.
Να σου ψιθυρίζει κάποιος ένα μυστικό.
Να βλέπεις ένα ηλιοβασίλεμα, ακόμα κι αν οι άλλοι ξέρουν πως… δεν μπορείς να το δεις».
Πηγή