Δυστυχώς, οι προάγγελοι της άνοιξης δεν επιστρέφουν πια στην ελληνική πρωτεύουσα. Οι λόγοι μάς αφορούν άμεσα
Όσο ήμουν ακόμη παιδί –άντε και έφηβος– κάθε άνοιξη η Αθήνα πλημμύριζε από τιτιβίσματα, μικρές μαύρες σκιές που περνούσαν ξυστά από τα κεφάλια μας και τις πρώτες σοβαρές κουτσουλιές της σεζόν. Ήταν τα χελιδόνια. Έρχονταν, έφτιαχναν τις φωλίτσες τους στα μπαλκόνια μας ή επισκεύαζαν αυτές που είχαν ήδη χτίσει, αγνοούσαν τις απειλές των σπιτονοικοκυραίων και έφευγαν πάλι χωρίς φασαρίες. Παλιά.
Σήμερα, ούτε φτερό. Μόνο ατελείωτες ορδές από ιμπεριαλιστικά περιστέρια και κάτι μαυρόπουλα που θυμίζουν περισσότερο επιτροπή πολεοδομίας παρά αγγελιαφόρους της άνοιξης. Τα χελιδόνια μάς τελείωσαν λοιπόν. Και το ερώτημα παραμένει: Γιατί;
Ας ξεκινήσουμε με το βασικό: Αθήνα. Αν ήσαστε χελιδόνι, θα ερχόσασταν εδώ; Με τον αέρα να ζέχνει μονοξείδιο και το ηλιοβασίλεμα να αντανακλά στις λαμαρίνες των παρκαρισμένων SUV; Η απάντηση είναι «όχι», εκτός αν είχατε κάποιο περίεργο φετίχ με τον ηλιακό θερμοσίφωνα και τα καυσαέρια.
Δεύτερον, ο καιρός. Τα χελιδόνια είναι πτηνά με μια κάποια αισθητική. Θέλουν άνοιξη, δροσιά, μια αύρα να τους ανακατεύει το πούπουλο. Όχι καύσωνα από τον Μάρτιο με τυχαία διαστήματα τσουχτερού κρύου – έτσι, για να μην ξεχνάμε και την κλιματική ασυναρτησία. Η Αθήνα πια δεν έχει εποχές, έχει δυσφορία με δύο προεπιλεγμένες ρυθμίσεις: «Τουρτουρίζω» και «Σκάω».
Τρίτον, έντομα. Τα χελιδόνια τρώνε έντομα. Παλιά πετούσαν πάνω από τις ταράτσες και καταβρόχθιζαν ό,τι πετούσε. Τώρα τα έντομα έχουν εξαφανιστεί – ο Δήμος ψεκάζει εντομολογικό όλεθρο τρεις φορές τον χρόνο και η ατμόσφαιρα είναι τόσο καθαρή από ζωή που, αν ήσουν χελιδόνι, το πιθανότερο είναι να πέθαινες από ανία πριν φτάσεις στο Μαρούσι.
Αλλά το πρόβλημα δεν είναι μόνο οικολογικό. Είναι κυρίως πολιτισμικό. Δεν είμαστε πια λαός του «καλωσόρισες, άνοιξη», αλλά του «μη μου χτίσεις τη φωλιά στο κλιματιστικό». Ο πατέρας μου έβγαζε τη λάμπα από τη φούσκα της εισόδου κάθε Πρωτομαγιά, για να μην την ανάψουμε κατά λάθος και ψήσουμε τα μωρά του ζεύγους που είχε χτίσει «καπέλο» από πάνω το αυθαίρετό του. Κάποτε το χελιδόνι εθεωρείτο σύμβολο ελπίδας. Σήμερα είναι άλλο ένα οχληρό πτηνό που λερώνει και μας χαλάει τη μεσημεριανή σιέστα.
Καταλήγουμε λοιπόν στο εξής απλό, συγκινητικά πεζό συμπέρασμα – και με συγχωρείτε για την έλλειψη ποιητικότητας: Τα χελιδόνια δεν έρχονται πια στην Αθήνα, γιατί δεν είναι χαζά. Κατάλαβαν πριν από εμάς ότι αυτή η πόλη δεν είναι για να ζεις. Είναι για να επιβιώνεις. Και τα χελιδόνια δεν είναι survivors. Είναι ποιητές με φτερά. Πτηνά με αισθήματα. Και, κυρίως, έχουν άλλες επιλογές.
Όχι, πες μου αν θα έφτιαχνες εσύ φωλιά πάνω στο τσιμέντο, με θερμοκρασία 38 βαθμούς και soundtrack από το τρυπάνι του πάνω ορόφου.
Κι αν θα ξαναερχόσουν του χρόνου.
Εντάξει, δεν έγινε και τίποτα. Θα πίνουμε τον πρωινό καφέ μας χωρίς τιτιβίσματα φέτος. Εξάλλου, έχουμε τα στόρι!