Δευτέρα 10 Ιουνίου 2019

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΕ...ΛΑΘΟΣ ΚΛΙΜΑ


 

Του Σταύρου Αλεξανδρή*

Λίγοι γνωρίζουν τον Maurice Strong, ο οποίος τα τελευταία 45 χρόνια είχε αναμφισβήτητα τη μεγαλύτερη επιρροή στην παγκόσμια πολιτική σκηνή από οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο.
Ο Strong ήταν ο κύριος υποστηρικτής της υπερθέρμανσης του πλανήτη και διετέλεσε επικεφαλής της περιβαλλοντικής υπηρεσίας του ΟΗΕ έως τον πρόσφατο θάνατό του. Αν δεν υπήρχε ο Strong, ίσως να μην γινόταν ποτέ η μεγαλύτερη πολιτική συνάντηση (COP21) στην ιστορία του πλανήτη για το κλίμα στο Παρίσι.

Ολα ξεκίνησαν το 1972, όταν στη Διάσκεψη του ΟΗΕ για το Περιβάλλον στη Στοκχόλμη διατυπώθηκε το «μανιφέστο» ότι οι πόροι της Γης αποτελούν κοινή κληρονομιά ολόκληρης της ανθρωπότητας και ότι ο πλανήτης αντιμετωπίζει την καταστροφική αύξηση της θερμοκρασίας. Οι όροι «περιβαλλοντική διακυβέρνηση» και «αειφόρος ανάπτυξη» εισήχθησαν για πρώτη φορά το 1987 σε δημοσίευση του ΟΗΕ με τίτλο «Our common future». Το επόμενο έτος, τα Ηνωμένα Εθνη χρηματοδοτούν την ίδρυση της Διακυβερνητικής Ομάδας του ΟΗΕ για την Αλλαγή του Κλίματος (IPCC). Ακολούθως, το 1992 επικυρώνεται η διεθνής συνθήκη του Ρίο, γνωστή ως σύμβαση-πλαίσιο του ΟΗΕ για την αλλαγή του κλίματος (UNFCCC). Το πρωτόκολλο του Κιότο (1997) εγκρίθηκε ως διεθνής συμφωνία και πλέον αποτελεί την κατευθυντήρια γραμμή της κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής στην Ευρώπη.  Κάτω από το πλαίσιο αυτό, το δόγμα της «κλιματικής αλλαγής» παρέχει το τέλειο άλλοθι για την εισαγωγή του πλανήτη στη νέα εποχή του εμπορίου άνθρακα και της «πράσινης ανάπτυξης».

Σήμερα, ο όρος χρησιμοποιείται κατά βάση από διαχειριστές πολιτικής που δεν έχουν σχέση με την επιστήμη του κλίματος. Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο καθηγητής του ΕΜΠ Δ. Κουτσογιάννης, ο όρος «κλιματική αλλαγή» μπορεί να αποκλειστεί από το λεξιλόγιο της επιστήμης ως πλεονασμός/περιττολογία και, μάλιστα, ως ασαφής. Ο όρος είναι απλώς ένα λαϊκίστικο σλόγκαν, επικοινωνιακά κατάλληλο για πολιτικοοικονομικούς σκοπούς. Στον ελλαδικό χώρο η ανυπαρξία θεμελιωδών κλιματικών παρατηρήσεων δεν τεκμηριώνει τις αλλαγές του κλίματος. Η εισαγωγή αμφιλεγόμενων δεδομένων σε κλιματικά μοντέλα από στοχαστικές γεννήτριες καιρού (WG) παράγει υποθετικά σενάρια επιστημονικού διαλογισμού με υψηλό βαθμό αβεβαιότητας. Είναι ακραίο τα σενάρια αυτά να αποτελούν εργαλεία περιβαλλοντικής διαχείρισης και σχεδιασμού. Το μόνο βέβαιο είναι ότι τα ερωτήματα των προβλέψεων (αν, πόσο, πού και πότε συμβαίνει κλιματική αλλαγή) είναι θεμελιώδη επιστημονικά ερωτήματα στα οποία τα μοντέλα αποτυγχάνουν να δώσουν απάντηση.

Η περιβόητη μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΜΕΚΑ, 2011) θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η πιο ατεκμηρίωτη μελέτη που έχει κατατεθεί ποτέ στα επιστημονικά χρονικά της χώρας. Αποτελεί ένα κακέκτυπο αντίγραφο της περίφημης έκθεσης του Sir Nicholas Stern (2006), η οποία αποτέλεσε «μπούσουλα» για τη συγγραφή αντίστοιχων μελετών στις ευρωπαϊκές χώρες. Οι στρεβλώσεις της αγοράς στο πλαίσιο της αλλαγής του κλίματος μέσω δημοσιονομικών πολιτικών δημιουργούν αναποτελεσματικότητα με σημαντικές περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις κάτω από το φάσμα της οικονομικής κρίσης, επιδεινώνοντας τη θέση των ασθενέστερων στρωμάτων.

Σήμερα η διδασκαλία της κλιματικής αλλαγής είναι ακραία λανθασμένη και δυνητικά επικίνδυνη. Βασίζεται στην ιδέα ότι οι αντίθετες απόψεις δεν πρέπει να παρουσιάζονται εφόσον υπάρχει επιστημονική συναίνεση, ακόμη κι αν αυτή έχει επινοηθεί. Τα περισσότερα επιχειρήματα υπέρ της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής προωθούν ότι η αλλαγή του κλίματος έχει ως μοναδική αιτία τις ανθρώπινες δραστηριότητες, οι οποίες προβάλλονται ως αποδεδειγμένες και αποδεκτές. Οποιαδήποτε διαφωνία από αυτή την κατεύθυνση χαρακτηρίζεται εξαιρετικά κακόβουλη έως και συνωμοτική. Οι μονόπλευρες παρουσιάσεις αμφιλεγόμενων θεμάτων δεν έχουν καμιά θέση σε κανένα ακαδημαϊκό περιβάλλον και δεν προσφέρουν γνώση ούτε ενισχύουν την κριτική σκέψη. Η χειραγώγηση των ΜΜΕ και ο «περιβαλλοντικός γενιτσαρισμός» στην εκπαίδευση είναι η δυναμική της επιτυχίας αυτής της περίτεχνα προσχεδιασμένης ιδέας των «εκλεκτών».


* Αναπληρωτής Καθηγητής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών

 Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε στο ένθετο ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑΤΑ που κυκλοφορεί με την εφημερίδα «Νέα Σελίδα», 20/08/2017

Πηγή