Σελίδες

Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2020

ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙ - Μάριος Φραγκούλης




Όταν ήμουν παιδί ο ουρανός είχε το δικό μου ήλιο...
Τα χρυσά του κεντίδια τα καμάρωνα μόνο εγώ και τα πουλιά.
Ο δικός μου ουρανός δεν είχε ποτέ σύννεφα γι' αυτό ποτέ δεν έβρεχε, ποτέ δεν άστραφτε, ποτέ δε βρόνταγε.
Στις παιδικές μου χούφτες κρατούσα λίγο νερό για να ξεδιψούν τα πουλιά του και στην ποδιά μου ψίχουλα για να χορταίνουν τα φιλαράκια μου.
Αυτός ο ήλιος και αυτά τα πουλιά ήταν δικά μου, κανείς δεν μπορούσε να μου τα πάρει.
Όταν ήμουν παιδί είχα φτιάξει και ένα δικό μου κήπο, με παρτέρια ασβεστωμένα, με λογής -- λογής λουλούδια και είχε πράσινο χορτάρι.
Στον κήπο μου προσευχόμουνα και ο κήπος μου παράδεισος γινότανε.
Όταν ήμουνα παιδί δεν ήξερα τίποτα από τους ουρανούς και τους κήπους της ζωής.
Ούτε για αρπαχτικά πουλιά, ούτε για κισσούς που σκοτεινιάζουν τα παράθυρα του κόσμου των μεγάλων.
Και όταν μεγάλωνα, προσπαθούσα να συνηθίσω τους ουρανούς και τους κήπους με τους νόμους των μεγάλων.
Τον ουρανό και τον κήπο μου να ξανάβλεπα.
Τα πουλάκια μου να ξεδιψούσανε με το νεράκι της αθωότητάς μου εκείνης.
Στον κήπο μου να ξανακύλαγα στην καταπράσινη χλόη του.
Με τα λουλούδια αστεία να λέγαμε και πάλι να γελούσαμε όπως τότε.
Θέλω τον παλιό μου κήπο, θέλω τον παλιό μου ουρανό.
Θέλω εκείνες τις εικόνες που με γαλήνευαν, θέλω εκείνες τις πλαγιές που λαχάνιαζα όταν έτρεχα.
Θέλω εκείνο το παιδί πάλι να συναντήσω και να το μαλώσω που βιάστηκε να μεγαλώσει...
Στίχοι
Τον εαυτό του παιδί απ’ το χέρι κρατάει
στα ίδια μέρη κι απόψε η ζωή θα τους πάει.
θα περάσουν ξανά απ’ της μνήμης τα σπίτια
από θάλασσες άδειες, απ’ του φόβου τα δίχτυα.

Θα σταθούνε μαζί και θα δουν να περνάνε
σαν καράβια οι στιγμές που ποτέ δε γερνάνε
και τα πρόσωπα που έγιναν δρόμοι κι αιώνες
και τα όνειρα που έσκαψαν μες στα χρόνια κρυψώνες.

Όταν ήμουν παιδί είχα βρει έναν κήπο
για να κρύβομαι εκεί απ’ τη ζωή όταν λείπω
όταν ήμουν παιδί είχα κρύψει έναν ήλιο
να `χει ο δρόμος μου φως κι η σιωπή μου έναν φίλο.

Τον εαυτό του παιδί απ’ το χέρι θα πιάσει
σαν γυαλί μια στιγμή θα ραγίσει, θα σπάσει
θα χωρίσουν μετά κι ο καθένας θα πάει
σ’ έναν κόσμο μισό που τους δυο δε χωράει...