Σελίδες

Κυριακή 17 Ιουνίου 2018

Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΟΥΣΙΑ Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΟΥ

«Ο χειμώνας δεν φέρνει πια τις άφθονες βροχές που είναι απαραίτητες για τους σπόρους τους θαμμένους στη γη. Η ζέστη του καλοκαιριού δεν είναι αρκετή για να κάνει τα στάχυα να ωριμάσουν. Η άνοιξη δεν αποφέρει αρκετούς καρπούς. Όλα ελαττώνονται: οικαλλιέργειες στα χωράφια, το ψάρεμα στη θάλασσα , η δικαιοσύνη, η ειλικρίνεια στις φιλίες, η πειθαρχία στα ήθη. Οι αχτίδες του ήλιου είναι πιο ωχρές και άτονες στο ηλιοβασίλεμα. Να λοιπόν η κρίση που βαραίνει πάνω στον κόσμο, να ο νόμος του Θεού: ότι ήταν νέο γερνάει κάποια μέρα και ότι ήταν δυνατό αποδυναμώνεται και εξαφανίζεται μέσα από μια αργή διαδικασία εξάντλησης και παρακμής».

Τα παραπάνω λόγια γράφτηκαν πριν αρκετούς αιώνες για να περιγράψουν το τέλος μιας απέραντης αυτοκρατορίας. Ταιριάζουν ωστόσο και αποδίδουν πιστά το τέλος της ατομικής μας αυτοκρατορίας που ο καθένας βήμα-βήμα δημιουργεί, μα που γραφτό της είναι να παρακμάσει και κάποτε να καταρρεύσει. Πόσο εύθραυστη είναι η κάθε μορφή στο πέρασμα του χρόνου; Για όλα τα όντα που αξιώθηκαν να γνωρίσουν τη ζωή, ο θάνατος είναι ένα γεγονός αναγκαίο και αναπόφευκτο. Γίνεται ίσως να μη γεννηθεί κανείς, αφού όμως γεννηθεί δεν γίνεται να μη πεθάνει. Μάλιστα τα δυο φαινόμενα συνδέονται αναπόσπαστα: ο θάνατος σκιάζει τη ζωή, βρίσκεται παντού ακόμα και στο πρώτο σημάδι της. Όλοι μας αρχίζουμε να πεθαίνουμε από τη στιγμή που γεννιόμαστε. Κι όμως, ενώ ο θάνατος είναι για όλα ανεξαιρέτως τα έμβια όντα ένα αναπόφευκτο γεγονός, ο άνθρωπος δεν εννοεί να τον παραδεχτεί. Του είναι αδύνατο να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι φυσική απόληξη της εξατομικευμένης ζωής είναι ο οριστικός αφανισμός της και τίποτα άλλο δεν βύθισε τον άνθρωπο περισσότερο στην απόγνωση από την αναλγησία του Ουρανού απέναντι στον θάνατο. Κοντά σε έναν άνθρωπο που πεθαίνει στεκόμαστε αντιμέτωποι στη δική μας μοίρα. Ερωτήματα που άλλοτε προτιμούμε να τα αποφεύγουμε, γίνονται τέτοιες στιγμές πιεστικά.

Ο θάνατος ωστόσο, απειλή και τρόμος για τους περισσότερους, μπορεί να χρησιμεύσει ως ο μεγαλύτερος σύμμαχος της ζωής για τον ολοκληρωμένο άνθρωπο. Ο μόνος τρόπος ουσιαστικά για να δεχτεί κανείς τη ζωή είναι να δεχτεί τον θάνατο. Ο θάνατος μας διδάσκει πως υπάρχει ένα όριο. Μας λέει ότι πρέπει να ζήσουμε τη ζωή τώρα, αυτή τη στιγμή. Ότι δεν είναι η ποσότητα των ημερών, των ωρών ή των χρόνων που έχει σημασία, αλλά η ποιότητα του καιρού που περνούμε. Μας διδάσκει πως όλα τα πράγματα είναι παροδικά. Όλα πεθαίνουν. Αυτό ισχύει για την φύση όπως και για την ανθρώπινη ζωή. Όταν το λουλούδι έχει ανοίξει τα πέταλά του, όταν έχει στείλει το άρωμά του ως τις πιο μακρινές γωνίες της ύπαρξης, έχει χαρεί την κάθε στιγμή, έχει δει τον ήλιο να ανατέλλει, έχει ζήσει τη ζωή, έρχεται η πλήρωση και το δειλινό και το λουλούδι είναι έτοιμο να πέσει στη γη και να αναπαυθεί. Χωρίς άγχος, χωρίς κλάματα, χωρίς να προσπαθεί να αρπαχτεί και να ξεφύγει.

Ο θάνατος μας διδάσκει, πως πρέπει να συντηρούμε, να αξιοποιούμε και να προσφέρουμε στους άλλους, ό,τι πιο πολύτιμο διαθέτει ο άνθρωπος , ιδίως στη σύγχρονη εποχή: το χρόνο μας. Μας βοηθάει να καταλάβουμε πόσο πολύτιμος είναι και ότι δεν θα τον έχουμε πάντα. Πως πρέπει να σκεπτόμαστε και να ενεργούμε μαζί με το χρόνο και εναντίον του. Πως απ’ αυτόν εδώ το δρόμο θα περάσουμε μόνο μια φορά. Μας λέει να μη χάνουμε καιρό. Να αναπτυχθούμε και να ολοκληρωθούμε. Ο φόβος του θανάτου είναι στην ουσία ο φόβος του ανεκπλήρωτου. Αρπαζόμαστε απ’ τη ζωή γιατί η ζωή μας είναι ανεκπλήρωτη. Όσο παραμένουμε προσκολλημένοι σε πράγματα και ανθρώπους που θα εξαφανιστούν σίγουρα, θα ζούμε με την απελπισία. Ίσως η πιο ανεύθυνη φράση στη γλώσσα είναι το «θα έπρεπε να». Ό,τι καλό μπορούμε να κάνουμε και όποια καλοσύνη μπορούμε να δείξουμε σε κάποιον, ας την κάνουμε τώρα. Ας μην την αναβάλουμε γιατί δεν θα ξαναπεράσουμε ποτέ από δω. Όταν μπορέσουμε να δούμε το θάνατο απλά, σαν μια άλλη πλευρά του κύκλου της ζωής, τότε θα εκτιμήσουμε κάθε στιγμή της ζωής, ξέροντας, ότι δεν πρόκειται να εμφανιστεί ποτέ ξανά, τουλάχιστον με την ίδια μορφή.

Η φύση μας διδάσκει , ότι όλα τα πράγματα πρέπει να περάσουν και πως όλα θα επιστρέψουν. Μας λέει πως κάθε νέα αρχή μας φέρνει πλησιέστερα σ’ ένα τέλος και πως κάθε ελεγεία έχει μέσα της την ηχώ και την υπόσχεση μιας μελλοντικής γιορτής. Μας θυμίζει πως η αγάπη που φαίνεται τώρα παντοτινή, μπορεί γρήγορα να γίνει μια μακρινή ανάμνηση. Πως τα βάσανα είναι αναπόφευκτα και πως μέσα στο αναπόφευκτο βρίσκεται η σταθερότητα που απαλύνει τον πόνο του μαρτυρίου. Πως αγαπάμε και φροντίζουμε τα λουλούδια πιο πολύ από τα αειθαλή φυλλώματα, ακριβώς επειδή τα πρώτα δεν διαρκούν. Γι’ αυτό ας θυμόμαστε πως το αύριο είναι η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής μας και πως το να ζει και να πεθαίνει κανείς είναι μια τέχνη και σαν τέτοια προϋποθέτει χάρισμα αλλά και άσκηση. Και ο αρχαίος σοφός Ιπποκράτης προειδοποιεί: «Ο βίος βραχύς, η δε τέχνη μακρά».

Το μυστήριο του θανάτου θα εξιχνιαστεί, όταν μπορέσουμε να ανακαλύψουμε ένα-ένα τα κρυμμένα μυστικά της ζωής και να τα προσφέρουμε χωρίς «εύρετρα» στην ανθρωπότητα. Όταν ζήσουμε επιτέλους τα χρόνια που μας έχουν δοθεί, αλλά με μια ποιότητα ζωής, που δεν εξοργίζει, ούτε ντροπιάζει τον άνθρωπο και που μπορεί να την δείχνει με καμάρι και υπερηφάνεια όσο καιρό υπάρχει. Όταν συνειδητοποιήσουμε πως ήλθαμε στον κόσμο με μια αποστολή που πρέπει να τη φέρουμε σε πέρας με χαρά και υπερηφάνεια. Πως είμαστε συναγωνιστές του Θεού στην παραπέρα διαμόρφωση του κόσμου και της ζωής, κι αυτόν τον προορισμό πρέπει να εκτελέσουμε με ειρήνη στην ψυχή και μ’ ευγνωμοσύνη.

Όταν τέλος συνειδητοποιήσουμε , πως όλα σ’ αυτή τη ζωή έχουν ένα τέλος. Και πως γι’ αυτό, πριν έλθει της ζωής μας το τέλος, ας φροντίσουμε να δώσουμε στη λέξη τέλος το πραγματικό νόημά της που είναι σκοπός. Και άλλο σκοπό δεν έχει η ζωή, από τη συνεχή προσπάθεια να γίνουμε και να παραμείνουμε Άνθρωποι, έστω κι αν γι’ αυτό μια ζωή μπορεί να μην είναι αρκετή. Και όταν έλθει η ώρα της ύστατης απόδοσης, τότε θα αξιωθούμε αληθινά ικανοποιημένοι να ψιθυρίσουμε την τελευταία στροφή του Μεγάλου Νόστου:

«Γιατί το ξέρω πιο βαθιά κι απ’ το πηχτόν αστρόφως

κρυμμένο σαν αητός, με περιμένει,

εκεί που ο θείος αρχίζει ζόφος,

Ο πρώτος μου εαυτός»…